Τί είναι ο αφορισμός;; Δεν εχεις καμία μερίδα με τον Χριστό. Η εκκλησία σε παραδίδει στον σατανά μέχρι να μετανοήσεις, άλλωστε δεν υπάρχει τρίτη λύση




«Όποιος δεν αγαπάει τον Κύριο Ιησού Χριστό ας είναι χωρισμένος από το σώμα της εκκλησίας». Το τελευταίο μέρος του εδαφίου άλλες μεταφράσεις το αποδίδουν «ας είναι καταραμένος».

Στην Ανατολική Ορθόδοξη Εκκλησία, ανάθεμα και αφορισμός ταυτίζονται και αποτελούν βαρύτατη εκκλησιαστική ποινή.

Το αποτέλεσμα αυτής της ποινής είναι η αποκοπή από την εκκλησιαστική κοινωνία, η καταδίκη που παραδίδει το αποβληθέν μέλος στον Σατανά, ώστε να μπορέσει δια παιδαγωγικής τιμωρίας να σωθεί. Δηλαδή ο σκοπός του αφορισμού είναι η μετάνοια του αφορισμένου, και όχι η τιμωρία. πηγη  - ΕΚΚΛΗΣΙΑ ONLINE (ekklisiaonline.gr)


Ο μεγάλος αφορισμός ή ανάθεμα λογίζεται ως επισφράγιση της εκούσιας εξόδου ενός μέλους από τη στρατευόμενη Εκκλησία και ισούται με πνευματικό θάνατο, διότι αυτός που εξέρχεται από την Εκ­κλησία δεν συμμετέχει στην αγιάζουσα θεία χάρη και νεκρώνεται πνευματικώς. Γι αυτό και επιβάλλεται εν εσχάτη ανάγκη. Το ανάθεμα έχει επίσημο χαρακτήρα. Για το λόγο αυτό και απαγγέλλεται δημοσί­ως και όχι ιδιωτικώς. Τούτο γίνεται αφ’ ενός μεν για να συναισθανθεί εντονότερα ο αμαρτωλός την αμαρτωλότητά του και να μετανοήσει (πρβλ. Β’ Θεσσ. 3,14), αφ’ ετέρου δε για να προφυλαχθούν οι πιστοί από κάθε κίνδυνο, ο οποίος είναι δυνατόν να προέλθει από τον αφορισθέντα. Ο αφορισμένος αποκόπτεται όχι μόνον από την Εκκλησία, στην οποία άνηκε, αλλά και απ’ όλες τις άλλες τοπικές Εκκλησίες. Προς τούτο ο αναθεματισμός κοινοποιείται σε όλες τις ομόδοξες Εκκλησίες.

Στην ποινή-επιτίμιο του αφορισμού-αναθέματος υπόκεινται όλοι οι χριστιανοί, από τους άρχοντες μέχρι και τους απλούς ιδιώτες, εκτός από τους διανοητικώς αναπήρους ή τους ανήλικες, οι οποίοι δεν έχουν συναίσθηση της ευθύνης τους.

Ο αναθεματισμός, αν δεν αρθεί, συνεχίζεται και μετά το θάνατο. Αυτό έχει ως συνέπεια να μην έχει δικαίωμα αυτός που πέθανε ούτε στις επικήδειες, επιμνημόσυνες και άλλες συγχωρητικές τελετές και ακολουθίες. 

Το ανάθεμα μπορεί να αρθεί από το ίδιο το εκκλησιαστικό όργανο που επέβαλε την ποινή ή από το διάδοχο του ή από το ιεραρχικά ανώ­τερο του όργανο. Βέβαια, και αν ακόμη η εκκλησιαστική αρχή δεν άρει το ανάθεμα, δεν μπορούμε να προσδιορίσουμε με βεβαιότητα την ψυχική κατάσταση του αναθεματισμένου. Αυτός παραδίνεται στην εξουσία του Θεού, ο οποίος κατά τη συντέλεια του κόσμου θα κρίνει τελεσίδικα τη θέση των ανθρώπων. Πάντως, χρειάζεται υπερβολική προσοχή τόσο στην επιβολή όσο και στην άρση των αναθεμάτων, ώστε να μην υπάρξει περίπτωση να έρθει η εκκλησιαστική ενέργεια σε αντί­θεση με το θείο θέλημα.

Παναγιώτη Μπούμη, Κανονικόν Δίκαιον, εκδ. Γρηγόρη, Αθήνα 2000, σσ. 245-247.


Σχόλια