'' Βάπτισμα δι' ἐπιχύσεως ἤ διά ραντισμοῦ '' Ἐν Πειραιεῖ 26-6-2015 πρωτοπρεσβ. π. Ἄγγελος Ἀγγελακόπουλος
ΚΑΤΑΚΟΜΒΙΚΗ ΕΚΚΛΗΣΙΑ
Εαν τό δι'επιχύσεως «βάπτισμα» των κλινικών αποτελεί κώλυμα Ιερωσύνης, τότε το δι'επιχύσεως ''βάπτισμα'' στους υγιείς και μάλιστα από οικουμενιστές επί τούτω προς ανατροπή της ορθοδόξου πίστεως τι αποτελεί;
Α) Βάπτισμα δι' ἐπιχύσεως ἤ διά ραντισμοῦ
Ἡ αἵρεση τοῦ Παπισμοῦ, πάντοτε καινοτομοῦσα, ἤταν φυσικό νά ἀλλοιώσει καί τήν ἀρχαῖα παράδοση, πού ἀναφέρεται στόν τρόπο τελέσεως τῶν ἱερῶν Μυστηρίων. Δέν ὑπάρχει σχεδόν Μυστήριο, τό ὁποῖο δέν παραποιήθηκε ἀπό τούς νεωτεριστές τοῦ Βατικανοῦ. Ἡ διαφορά Ὀρθοδόξων καί Λατίνων στό Βάπτισμα[1] εἶναι ἔκδηλη, διότι ἡ μέν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία τελεῖ τό Βάπτισμα διά τριπλῆς καταδύσεως καί ἀναδύσεως στό ἁγιασμένο ὕδωρ, ἡ δέ παπική αἵρεση καινοτόμησε, εἰσάγοντας τό δι'ἐσμοῦ». Ἡ Ρώμη δέν ἐνέμεινε στόν τύπο τοῦ βαπτίσματος, πού καθιερώθηκε ἀπό τήν ἴδια τήν Ἀποστολική Παράδοση, ἀλλά «βαπτίζει» μέ ἔκχυση ὕδατος στήν κεφαλή καί, σέ περίπτωση ἀνάγκης, τελεῖ τό «βάπτισμα» μέ ραντισμό. Κι αὐτοί οἱ Παπικοί ἀκόμη ἀναγνωρίζουν ὅτι τό λατινικό «βάπτισμα» εἰσήχθη μεταγενεστέρως στόν παπισμό [2] . Ἡ λατινική καινοτομία ἐμφανίζεται νά διδάσκεται γιά πρώτη φορά μόλις τόν 13ο αἰώ. ἀπό τόν σχολαστικό θεολόγο Ἀλέξανδρο τῆς Χάλλης, ἄρχισε δέ νά ἐπικρατεῖ στή Δύση ἀπό τόν 14ο αἰώ., μολονότι ὁ Θωμᾶς ὁ Ἀκινάτης τάχθηκε ὑπέρ τοῦ βαπτίσματος τῆς τριττῆς καταδύσεως[3].
Β) Ἡ Ἁγία Γραφή γιά τόν τύπο τοῦ Βαπτίσματος
Ὁ νεώτερος λατινικός τύπος τοῦ «βαπτίσματος» δι’ἐπιχύσεως ἤ ραντισμοῦ δέν μπορεῖ νά βρεῖ κανένα ἔρεισμα στήν Ἁγία Γραφή. Ἡ ἔντολή τοῦ Κυρίου γιά τό βάπτισμα, πού δόθηκε στούς Ἁγίους Ἀποστόλους, - «Πορευθέντες μαθητεύσατε πάντα τά ἔθνη, βαπτίζοντες αὐτούς εἰς τό ὄνομα τοῦ Πατρός καί τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος»[4] - δέν εἶναι δεκτική καμμιᾶς παρερμηνείας. Δέν εἶπε ὁ Κύριος «ἐπιχέοντες ὕδωρ ἐπί τήν κεφαλήν αὐτῶν ἤ ραντίζοντες», ἀλλά «βαπτίζοντες». Τό ἑλληνικό ρῆμα «βαπτίζω» τῆς ἀρχαίας ἀττικῆς διαλέκτου, ποτέ δέν ἑρμηνεύεται «ἐπιχέω» ἤ «ραντίζω», ἀλλά πάντοτε σημαίνει «βυθίζω τι εἰς τό ὕδωρ ἤ ὑπό τό ὕδωρ»[5]. Στήν λατινική καινοτομία τῆς ἐντολῆς τοῦ Κυρίου καί στήν ἑτυμολογία τῆς λέξεως «βαπτίζω» ἀναφέρεται ὁ καθηγητής Ἀνδρέας Θεοδώρου[6], ὁ L. Bouyer[7] καί ὁ Νικηφόρος Καλογερᾶς[8].
Ὑπέρ τοῦ βαπτίσματος τῆς καταδύσεως μαρτυροῦν τό βάπτισμα τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Βαπτιστοῦ[9], τό βάπτισμα τοῦ Κυρίου[10], οἱ Πράξεις τῶν Ἀποστόλων[11] καί οἱ προεικονίσεις τοῦ βαπτίσματος στήν Παλαιά Διαθήκη[12].
Ἐξ ἄλλου τό δι’ἐπιχύσεως «βάπτισμα», πού καταχρηστικῶς ὀνομάζεται βάπτισμα ἀπό τούς Λατίνους, δέν συμβολίζει τόν θάνατο, τήν τριήμερη ταφή καί τήν ἀνάσταση τοῦ Κυρίου, ἐνῶ σαφῶς ὁ Ἀπ. Παῦλος ὁμιλεῖ γιά τήν μυστική ἔννοια, τήν ὁποία ἐνέχει ἡ πράξη τῆς τριττῆς καταδύσεως στό Βάπτισμα[13]. Στόν συμβολισμό τῆς τριττῆς καταδύσεως στό ἁγιασμένο ὕδωρ ἀναφέρονται οἱ Διαταγές τῶν Ἀποστόλων[14], ὁ Τερτυλλιανός[15], ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος[16] καί ὁ ἅγιος Νικόλαος ὁ Καβάσιλας[17].
Εἶναι, λοιπόν, φανερό ὅτι τό δι’ἐπιχύσεως ἤ ραντισμοῦ λατινικό «βάπτισμα» ἀγνοεῖ καί ἀποκλείει τόν βαθύτατο πνευματικό συμβολισμό τῆς τριττῆς καταδύσεως στό ἁγιασμένο ὕδωρ, πού τονίζεται ἀπό τόν Ἀπ. Παῦλο καί τούς ἁγίους Πατέρες.
Γ) Μαρτυρίες τῆς Ἐκκλησίας γιά τήν τριττή κατάδυση
Οἱ μαρτυρίες τῆς Ἐκκλησίας γιά τήν τριττή κατάδυση προέρχονται ἀπό τήν ἐπιστολή τοῦ Βαρνάβα[18], τά Κλημέντια[19], τόν Ποιμένα τοῦ Ἑρμᾶ[20], τόν ἀπολογητή Ἰουστῖνο[21] καί τήν Διδαχή τῶν Ἀποστόλων[22].
Εἶναι ὄντως ἐκπληκτικό ὅτι οἱ Λατῖνοι, ἀφοῦ καινοτόμησαν στό βάπτισμα, υἱοθέτησαν τόν δι’ἐπιχύσεως τύπο, ὁ ὁποῖος μόνο σέ ἔσχατη ἀνάγκη χρησιμοποιοῦνταν στήν πρώτη Ἐκκλησία. Ἄρα, ὁ Παπισμός ἀντιμετωπίζει κάθε βαπτιζόμενο ὡς ὄντα σέ ἔσχατη ἀνάγκη, δηλ. ἑτοιμαθάνατο ἤ ἀσθενῆ[23].
Ἀς σημειωθεῖ ὅτι ἡ τριττή κατάδυση εἶναι ἡ μόνη κανονική μορφή τοῦ βαπτίσματος στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, τό δέ δι’ἐπιχύσεως «βάπτισμα» τῶν κλινικῶν (Baptismus clinicorum) ἀποτελεῖ κώλυμα ἱερωσύνης, σύμφωνα μέ τόν 12ο Κανόνα τῆς ἐν Νεοκαισαρεία Τοπικῆς Συνόδου[24]. Ἐξαίρεση ἀποτελεῖ σήμερα στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία τό ἀεροβάπτισμα[25]. Ὅμως, κανένας δέν διανοήθηκε ποτέ νά καταστήσει κανόνα τήν ἐν λόγω ἐξαίρεση. Ἀντιθέτως, ἐάν παρέλθει ὁ κίνδυνος, πού προκάλεσε τό ἀεροβάπτισμα, ἐπιβάλλεται ὁ ἀεροβαπτισθείς νά δεχθεῖ τήν τριττή κατάδυση στό ἁγιασμένο ὕδωρ.
Ἡ λατινική καινοτομία τοῦ δι’ἐπιχύσεως ἤ ραντισμοῦ «βαπτίσματος» ἀντίκειται στόν Ν΄ Κανόνα τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων καί στόν Ζ΄ Κανόνα τῆς Β΄ Ἁγίας καί Οἰκ. Συνόδου[26]. Σχετικά μέ τήν τριττή κατάδυση κάνουν λόγο ὁ ὅσιος Μᾶρκος ὁ Ἀσκητής[27], ὁ Τερτυλλιανός[28], ὁ Μ. Βασίλειος[29], ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος[30], ὁ Κ. Καλλίνικος[31], ὁ ἅγιος Κύριλλος Ἱεροσολύμων[32], ὁ ἅγιος Γρηγόριος Νύσσης[33], ὁ Ἱππόλυτος[34], ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός[35], ὁ Πατριάρχης Κων/λεως Ἱερεμίας Β΄[36], ὁ Μητροφάνης Κριτόπουλος[37], ὁ ὅσιος Ἀθανάσιος Πάριος[38] καί ὁ Νικηφόρος Καλογερᾶς[39].
Ὁ ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης[40], ἀναπτύσσοντας τήν θεολογία τοῦ βαπτίσματος καί βασιζόμενος στόν ΜΣΤ΄ Ἀποστολικό Κανόνα, ὑποστηρίζει ὅτι τό βάπτισμα τῶν Λατίνων εἶναι ψευδώνυμο βάπτισμα καί γι'αὐτό οὔτε κατά τόν λόγο τῆς ἀκριβείας εἶναι ἀποδεκτό, οὔτε κατά τόν λόγο τῆς οἰκονομίας. Δέν εἶναι ἀποδεκτό, γιατί οἱ Λατῖνοι α) εἶναι αἱρετικοί, καί β) εἶναι ἀβάπτιστοι, γιατί δέν φυλάττουν τίς τρεῖς καταδύσεις στόν βαπτιζόμενο, καθώς ἄνωθεν παρέλαβε ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἀπό τούς ἁγίους Ἀποστόλους.
Ἄν, ὅμως, κάποιος ἀπό τούς Λατίνους ἤ τούς Λατινόφρονες, προβάλλει τίς τρεῖς ἐπικλήσεις τῆς Ἁγίας Τριάδος, πού λένε οἱ Λατῖνοι, γιά νά δείξουν ὅτι τό «βάπτισμά» τους εἶναι ἔγκυρο, δέν πρέπει νά ξεχνᾶ αὐτά, πού λέει ὁ ἱερός Φιρμιλιανός[41] καί ὁ Μέγας Ἀθανάσιος˙ ὅτι δηλ. εἶναι ἀργά καί ἀνενέργητα τά ὑπέρθεα αὐτά ὀνόματα, ὅταν προφέρονται ἀπό τά στόματα τῶν αἱρετικῶν.
Ἐπειδή, λοιπόν, οἱ τρεῖς καταδύσεις καί ἀναδύσεις εἶναι ἀναγκαῖες στό βάπτισμα, γιά νά εἰκονισθεῖ μέσω αὐτῶν ὁ τριημερονύκτιος θάνατος, ἡ ταφή καί ἡ Ἀνάσταση τοῦ Σωτῆρος, μέ τά ὁποία δίδεται ἡ σωτηρία, ἡ ἄφεση καί ἡ καταλλαγή ἀπό τόν Θεό στούς ἀνθρώπους, ἄρα τό λατινικό ράντισμα, ὄντας ἔρημο τῶν καταδύσεων καί ἀναδύσεων, ἀκολούθως εἶναι ἔρημο καί τοῦ τύπου τοῦ τριημερονυκτίου θανάτου, τῆς ταφῆς καί τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Κυρίου. Ἀπό τά παραπάνω εἶναι φανερό καί πανθομολογούμενο ὅτι εἶναι ἔρημο καί κάθε Χάριτος, ἁγιασμοῦ καί ἀφέσεως ἁμαρτιῶν. Ἄν, ὅμως, οἱ Λατῖνοι ἀνθίστανται, λέγοντας ὅτι τό ράντισμά τους μέ τίς ἐπικλήσεις τῆς Ἁγίας Τριάδος εἶναι παρεκτικό ἁγιασμοῦ καί Χάριτος, ἄς μάθουν ὅτι τό Βάπτισμα δέν τελειώνεται μόνο μέ τίς ἐπικλήσεις τῆς Ἁγίας Τριάδος, ἀλλά ἀναγκαίως χρειάζεται καί τόν τύπο τοῦ θανάτου, τῆς ταφῆς καί τῆς ἀναστάσεως τοῦ Κυρίου. Ἐπειδή δέν σώζει τόν βαπτιζόμενο μόνο ἡ πίστη στήν Ἁγία Τριάδα, ἀλλά μαζί μ'αὐτή ἀναγκαία εἶναι καί ἡ πίστη στόν θάνατο τοῦ Μεσσία καί ἔτσι καί μέ τά δύο γίνεται μέτοχος τῆς σωτηρίας καί τῆς μακαριότητος.
Προσθέτει, ἐπίσης, ὁ ἅγιος Νικόδημος ὅτι, κατά τόν μέγα τῆς Θεσσαλονίκης ἅγιο Γρηγόριο Παλαμᾶ[42], ὁ Κύριος, ἀφοῦ προϋπέδειξε σ'ἐμᾶς τούς πιστούς νά τελοῦμε τήν εἰς ἅδου κάθοδο καί ἀνάβαση μέ τό βάπτισμά Του, ἔπειτα τό παρέδωσε γιά σωτηρία. Ἐπειδή τό ὀρθόδοξο βάπτισμα δέν εἶναι τύπος μόνο τῆς ταφῆς τοῦ σώματος τοῦ Κυρίου, ἀλλά ἀκόμη καί τῆς εἰς ἅδου καταβάσεως τῆς ψυχῆς Του, ὥστε μέ τόν τύπο μέν τῆς ταφῆς τοῦ Χριστοῦ νά θεουργηθεῖ τό σῶμα τοῦ βαπτιζομένου, μέ τόν τύπο δέ τῆς εἰς ἅδου καταβάσεως, νά θεωθεῖ ἡ ψυχή του, καθώς τά σπέρματα καί τά φυτά, ἄν δέν φυτευθοῦν βαθέως στήν γῆ, ἀλλά μείνουν πάνω στήν ἐπιφάνεια, δέν μποροῦν νά βλαστήσουν καί νά καρποφορήσουν, ἀλλά ἤ ξηραίνονται ἤ καταπατοῦνται ἤ διαρπάζονται ἀπό τά πετεινά, ἔτσι καί οἱ δυστυχεῖς Λατῖνοι, ἐπειδή δέν γίνονται σύμφυτοι, δηλ. δέν συμφυτεύονται μέ τόν διφυή κόκκο, τόν Χριστό, σάν φυτά στό ὕδωρ τοῦ βαπτίσματος, γι'αὐτό οὔτε τό σῶμα τους θεουργεῖται, οὔτε ἡ ψυχή, καί δέν μποροῦν νά βλαστήσουν σωτηρία, ἀλλά ξηραίνονται καί ἀπολλύονται.
[1] ΑΡΧΙΜ. ΣΠΥΡΙΔΩΝ ΜΠΙΛΑΛΗΣ, Ὀρθοδοξία καί Παπισμός˙ ἡ ἕνωσις τῶν Ἐκκλησιῶν, τ. Β΄, ἐκδ. Ὀρθόδοξος Τύπος καιί Σύλλογος «Ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης», Ἀθήνα 2014, σσ. 191-201.
[2] ΥΑΚΙΝΘΟΣ, Μεγάλη Κατήχησις Γ΄, ἔκδ. Β΄, Ἀθήναι 1958, σσ. 42-43.
[3] Π. ΤΡΕΜΠΕΛΑΣ, Δογματική τῆς Όρθοδόξου Καθολικῆς Ἐκκλησίας Γ΄, Ἀθήνα 1959, σσ. 87-88.
[4] Ματθ. 28, 19.
[5] Σχ. βλ. «Μέγα Λεξικόν τῆς Ἑλληνικῆς Γλώσσης» τοῦ Henru G. Lidell και Robert Scott στή λέξη «βαπτίζω».
[6] ΑΝΔΡΕΑΣ ΘΕΟΔΩΡΟΥ, Ἡ Οὐσία τῆς Ὀρθοδοξίας, Ἀθῆναι 1961, σσ. 110-111.
[7] L. BOUYER, Dictionnaire Theologique, p. 95.
[8] Ν. ΚΑΛΟΓΕΡΑΣ, Ἡ Ποιμαντική, Ἀθῆναι 1883, σ. 298.
[9] Ἰω. 3, 23.
[10] Ματθ. 3, 16 καί Μάρκ. 1, 9-11.
[11] Πράξ. 8, 38-39.
[12] Α΄ Πέτρ. 3, 20-21 καί Α΄ Κορ. 10, 1-2, 11.
[13] Ρωμ. 6, 3-5 καί Κολ. 2, 12.
[14] ΔΙΑΤΑΓΑΙ ΤΩΝ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ Γ΄17, 1, 3 καί Ζ΄ 43, 5, ΒΕΠΕΣ 2, 67 και 136.
[15] TERTUL. DE BAPT. 1, 4, 9, PL 1, 1197.
[16] ΑΓΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ, Εἰς Ἰωάν. ὁμιλ. 25, 2, PG 59, 151.
[17] ΑΓΙΟΣ ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΚΑΒΑΣΙΛΑΣ, Περί τῆς ἐν Χριστῶ ζωῆς, Λόγος Β΄, PG 150, 529 καί Εἰς τήν Θείαν Λειτουργίαν, Sources Chretiennes, No 4 bis. p. 76, 78, Paris 1967.
[18] ΒΑΡΝΑΒΑΣ, Ἐπιστολή, 11, 11, ΒΕΠΕΣ 2, 237.
[19] ΚΛΗΜΕΝΤΙΑ, Ὁμιλία ΙΑ΄ 35, ΒΕΠΕΣ 1, 158.
[20] ΕΡΜΑΣ ΠΟΙΜΗΝ, Παραβολή Θ΄ 16, 4, ΒΕΠΕΣ 3, 96.
[21] ΙΟΥΣΤΙΝΟΣ, Α΄ Ἀπολογία 61, 12, ΒΕΠΕΣ 3, 195.
[22] ΔΙΔΑΧΗ ΤΩΝ ΔΩΔΕΚΑ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ, VII, 1-3, ΒΕΠΕΣ 2, 217.
[23] Χ. ΑΝΔΡΟΥΤΣΟΣ, Συμβολική, ἐξ ἐπόψεως ὀρθοδόξου, ἔκδ. Β΄, Ἀθῆναι 1930, σσ. 318-319,
[24] «Ἐάν νοσῶν τις φωτισθῆ, εἰς πρεσβύτερον ἄγεσθαι οὐ δύναται…», ΑΓΙΟΣ ΝΙΚΟΔΗΜΟΣ ΑΓΙΟΡΕΙΤΗΣ, Πηδάλιον, ἔκδ. Β. Ρηγόπουλος, Θεσ/κη 2003, σσ. 393-394 καί Κ. ΚΑΛΛΙΝΙΚΟΣ, Ὁ Χριστιανικός Ναός καί τά τελούμενα ἐν αὐτῶ, ἔκδ. Β΄, Ἀθῆναι 1958, σσ. 425-426.
[25] Π. ΤΡΕΜΠΕΛΑΣ, ὅ.π., σ. 109 καί Χ. ΑΝΔΡΟΥΤΣΟΣ, ὅ.π., σ. 319.
[26] ΑΓΙΟΣ ΝΙΚΟΔΗΜΟΣ ΑΓΙΟΡΕΙΤΗΣ, ὅ. π., σσ. 62-66 καί 163-165 καί Χ. ΑΝΔΡΟΥΤΣΟΣ, ὅ.π., σ. 319.
[27] ΜΑΡΚΟΣ Ο ΑΣΚΗΤΗΣ, «Περί τῶν οἰομένων ἐξ ἔργων δικαιοῦσθαι» 92, Φιλοκαλία τῶν ἱερῶν Νηπτικῶν Α΄, Ἀθῆναι 1957, σ. 115.
[28] TERTUL. Adv. Prax. 26, PL 2, 213 καί De coron. milit. 3, PL 2, 98.
[29] Μ. ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ, Περί Ἁγίου Πνεύματος 15, 35, PG 32, 132A.
[30] ΑΓΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ, Κατήχησις Β΄ 10, 11, Sources Chretiennes, No 50, p. 138-139.
[31] Κ. ΚΑΛΛΙΝΙΚΟΣ, ὅ. π., σσ. 422, 425.
[32] ΑΓΙΟΣ ΚΥΡΙΛΛΟΣ ΙΕΡΟΣΟΛΥΜΩΝ, Κατήχησις ΙΖ΄, 14, PG 33, 986C.
[33] ΑΓΙΟΣ ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ ΝΥΣΣΗΣ, Εἰς τήν ἡμέραν τῶν Φώτων, PG 46, 585ΑΒ.
[34] ΙΠΠΟΛΥΤΟΣ, Λόγος εἰς τά ἅγια Θεοφάνεια , PG 10, 860 Α..
[35] ΑΓΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ ΔΑΜΑΣΚΗΝΟΣ, Εἰς τόν βίον Βαρλαάμ καί Ἰωάσαφ, 11, PG 96, 956C.
[36] ΙΩ. ΚΑΡΜΙΡΗΣ, Τά Δογματικά καί Συμβολικά Μνημεῖα τῆς Ὀρθοδόξου Καθολικῆς Ἐκκλησίας. Β΄, Ἀθῆναι 1953, σ. 459.
[37] Ὅ. π., σσ. 530-531.
[38] ΚΩΝ/ΝΟΣ ΚΑΒΑΡΝΟΣ, Τό ζήτημα τῆς Ἑνώσεως, Ἀθῆναι 1968, σ. 24.
[39] Ν. ΚΑΛΟΓΕΡΑΣ, ὅ.π., σσ. 296-297.
[40] ΑΓΙΟΣ ΝΙΚΟΔΗΜΟΣ ΑΓΙΟΡΕΙΤΗΣ, ὅ. π., σσ. 63-65. Σχ. βλ. ἡμετέρα Μεταπτυχιακή Ἑργασία μέ θέμα «Ἡ αἵρεση τοῦ Παπισμοῦ κατά τόν ἅγιο Νικόδημο τόν Ἁγιορείτη», Θεσ/κη 2007 : http://invenio.lib.auth.gr/record/106888/files/gri-2008-1605.pdf?version=1και ΑΡΧΙΜ. ΜΑΞΙΜΟΣ ΚΥΡΙΤΣΗΣ, «Ἡ ἐγκυρότης τῶν «Μυστηρίων» Παπικῶν καί Προτεσταντῶν» καί ΠΡΕΣΒ. ΠΕΤΡΟΣ ΧΙΡΣ, «Τό μυστήριο τοῦ Βαπτίσματος καί ἡ ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας», Οἰκουμενισμός˙Γένεση-Προσδοκίες-Διαψεύσεις. Πρακτικά Διορθοδόξου Ἐπιστημονικοῦ Συνεδρίου, τ. Β΄, Αἴθουσα Τελετῶν Α.Π.Θ., 20-24 Σεπτεμβρίου 2004, σσ. 847-857 καί 871-890.
[41] ΦΙΡΜΙΛΙΑΝΟΣ, Ἐπιστολή πρός Κυπριανο Καρχηδόνος, CSEL 3, 2 (1871) 810-827.
[42] ΑΓΙΟΣ ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ ΠΑΛΑΜΑΣ, Ὁμιλία ξ΄ ρηθεῖσα ἐν τῆ ἁγία ἑορτή τῶν φώτων, ἐν ἦ καί κατά τό ἐγχωροῦν ἔκφανσις τοῦ μυστηρίου τοῦ Χριστοῦ βαπτισθέντος. ἐκδ. Γρηγόριος Παλαμᾶς, ΕΠΕ 11, Θεσ/κη 1986, σσ. 506-53
επιτομή από εδω https://www.impantokratoros.gr/96F09ADF.el.aspx
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου