ΟΙ ΦΛΩΡΙΝΙΚΟΙ ΔΕΝ ΓΝΩΡΙΖΟΥΝ ΣΕ ΠΟΙΑ ΣΥΝΟΔΟ ΒΡΙΣΚΟΝΤΑΙ - ΟΣΟ ΓΙΑ ΤΗΝ ΣΥΝΟΔΟ ΤΟΥΣ ΚΥΡΙΟΛΕΚΤΙΚΑ ΔΕΝ ΕΧΟΥΝ ΛΟΓΟ ΥΠΑΡΞΗΣ

 ΚΑΤΑΚΟΜΒΙΚΗ ΕΚΚΛΗΣΙΑ

Με δυο τίτλους:

Ο φλωρίνης επανήλθε της κανονικότητας εξ αφορμής της μετάνοιάς του διότι  είχε κανονική χειροτονία πριν το σχίσμα του 1924 ( βλ. Δογματική Τρεμπέλα περι επιστροφή σχισματικών ) και κατά δεύτερον δεν υπήρχε άλλος επίσκοπος ανόθευτος ώστε να τον αποκαταστήσει με κάποιον τρόπο εστω και τυπικά με συγχωρητική ευχή.

Δεν κηρύξαμε εμείς άκυρα τα μυστήρια των Ν/γιτών, ο φλωρίνης το κήρυξε το 1935 και το 1950. Κατόπιν το επανέλαβε η σύνοδος γοχ το 1974  μέχρι το 2014

Η ΡΟΕΔ είχε κοινωνία με ενορίες του Νέου, γιατί κατ'εκείνους ( ΡΟΕΔ) δεν υφίσταται  ζἠτημα...Ο φλωρίνης ομως και οι  γοχ δογμάτισαν στην καινοτομία του 1924 

Ο φλωρίνης και οι φλωρινικοί άλλαξαν τα πιστεύω τους ητοι η διοικούσα δεν είναι σχίσμα βρίσκεται εντός των ορίων της εκκλησίας με αγιαστική χάρη στα μυστήρια της κλπ. Τουτο όμως σημαίνει την καταδίκη των φλωρινικών ως διαπιστευμένων σχισματικών επειδή  έμπηξαν ίδιον θυσιαστήριον, καθαγίασαν δικό τους μύρο και χειροθετούσαν τους μη καταδικασμένους Ν/γίτες.

Στο δια ταύτα: απο τις εγκύκλιους του 1935, 1950, 1974 ( = η ιδια είναι )  οπου οι γοχ υπογράφουν οτι δεν υπάρχει αγιαστική χάρις στα μυστήρια της διοικούσας εκκλησίας και ως εκ τούτου οι Ν/γίτες θα πρέπει να αναμυρώνονται κι απο το συνοδικό ανάθεμα του 1998 στους καινοτόμους που εσχισαν την εκκλησία το 1924, φτάνουμε στο 2014  οπου οι γοχ δεν ξέρουν αν υπάρχει θεία χάρις... δλδ οι σχισματικοί αιρετικοί και αναθεματισμένοι οικουμενιστές  έχουν άγιο πνεύμα,  καίτοι τα πράγματα έγιναν παρασάγγας χειρότερα από τότε. 

Κι αν είναι ετσι ( να εχουν χάρη ) τότε ποιο κύρος εχει η πράξη του αναθέματος;; 

Κι αν πάλι είναι έτσι, τότε  γιατί δεν αναθεματίζουν τους προηγούμενους γοχ που δογμάτισαν λάθος και εσχισαν την εκκλησία;;

Μονά ζυγά δικά μας δεν γίνεται, οι κανόνες της Α&Β συνόδου είναι ξεκάθαροι:

 Καλώς αποτειχίζεσαι λόγω σχίσματος και αιρέσεως,  αλλέως εφόσον στην πράξη αποφάνθηκες ωσαν σύνοδος υπεράνω της εκκλησίας και δη πανορθόδοξης, πριν αποφανθεί η εκκλησία όπως επικαλείσαι,  είσαι εσυ ο σχισματικός και ο καθηρημένος.

Μετά απο τις εγκυκλίους 1935, 1950, 1974, 1998 ( = ανάθεμα στους σχίστες του 1924)   και όσα θα διαβάσετε κατωτέρω στην ιστορική ομολογία πίστεως του 2014,  τελικά οι γοχ αποφάνθηκαν οτι δεν είναι σίγουροι και ΔΕΝ  μας βεβαιώνουν αν υπάρχει Θεία χάρις στα μυστήρια των οικουμενιστών. Αρα στην συναγωγή του σατανά ( όπως ομολογούν στο κείμενο )  προφανώς υπάρχει άγιο πνεύμα δλδ σωτηρία και αγιοσύνη. Σε κάθε περίπτωση οι γοχ δεν ξέρουν δεν είναι σίγουροι..και δεν μας λένε καθαρα και ξάστερα Ναι η Ου - σύμφωνα με την εντολή του Χριστού.

Στα δόγματα πίστεως δεν υπάρχει ''ΙΣΩΣ'' αυτό είναι του διαβόλου

Αρα πιστεύεις οτι υπάρχει αγιο πνεύμα στον οικουμενισμό και δεν το ομολογείς επίσημα.

Ο Μ Βασίλειος ( 1ος κανόνας) και η ερμηνεία του αγιου Νικοδήμου δεν αφήνουν περιθώρια.

Γι αυτό οι γοχ απο 800.000 και μάλιστα εκείνη την εποχή το νούμερο εχει ακόμη μεγαλύτερο βάρος, σήμερα έμειναν 10.000 κι αυτοί σε ποσοστό 90% στην ουσία είναι Ν/γίτες με μοναδικό δόγμα την καθυστέρηση των 13 αγίων ημερών


Ἡ Γνησία Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία ἔναντι τῆς Αἱρέσεως τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, Θέματα Δογματικὰ καὶ Κανονικὰ

Α’. Βασικαὶ Ἐκκλησιολογικαὶ Ἀρχαὶ




            4. Ἐπὶ τῇ βάσει ταύτης τῆς Ὀρθῆς Ὁμολογίας θεμελιώνεται ἡ Μυστηριακὴ Κοινωνία τῶν Πιστῶν μετὰ τοῦ Χριστοῦ καὶ μεταξὺ ἀλλήλων, ὡς τελείωσις τῆς ὑφισταμένης ἐν τῇ πίστει Ἑνότητος, ὡς σκοπὸς καὶ τέλος καὶ ὄχι ὡς μέσον πρὸς ἐπίτευξιν τῆς Ἑνότητος αὐτῆς∙ δηλαδὴ προηγεῖται ἡ Ἑνότης ἐν τῇ Ὀρθῇ Ὁμολογίᾳ καὶ ἕπεται ἡ Κοινωνία ἐν τοῖς Μυστηρίοις.

          

            7.Ἅπαντες οἱ κηρύττοντες ἢ πράττοντες ἀντιθέτως πρὸς τὴν Ὀρθὴν Ὁμολογίανὡς αἱρετικοί,χωρίζονται ἀπὸ τὴν Ἀλήθειαν τῆς Πίστεως καὶ ἐκπίπτουν τῆς Κοινωνίας μετὰ τῆς Ὀρθοδόξου Καθολικῆς Ἐκκλησίας, εἴτε αὐτοὶ εἶναι μεμονωμένα πρόσωπα εἴτε Κοινότητες, ἔστω καὶ ἄν αὗται συνεχίζουν λειτουργοῦσαι τυπικῶς-θεσμικῶς ὡς δῆθεν Ἐκκλησίαι καὶ προσαγορεύωνται ὡς τοιαῦται:

● «Οἱ µὴ τῆς Ἀληθείας ὄντες οὐδὲ τῆς τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίας εἰσί· καὶ τοσοῦτο µᾶλλον, ὅσον ἄν καὶ σφῶν αὐτῶν καταψεύδοιντο, ποιµένας καὶ ἀρχιποιµένας ἱεροὺς ἑαυτοὺς καλοῦντες καὶ ὑπ’ ἀλλήλων καλούµενοι· µηδὲ γὰρ προσώποις τὸν Χριστιανισµόν, ἀλλ’ ἀληθείᾳ καὶ ἀκριβείᾳ πίστεως χαρακτηρίζεσθαι» (Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαµᾶς).

            

            10. Πᾶς Ἐπίσκοπος, κηρύττων «αἵρεσιν δημoσίᾳ» καὶ «γυμνῇ τῇ κεφαλῇ ἐπ’ Ἐκκλησίας» καὶ διδάσκων «ἕτερον εὐαγγέλιον παρ’ ὅ παρελάβομεν» ἢ εὑρίσκεται εἰς συγκρητιστικὴν κοινωνίαν μὲ ἀλλοδόξους καὶ ἀλλοθρήσκους, πράττων μάλιστα τοῦτο ἐπιμόνως καὶ συνεχῶς, καθίσταται «ψευδεπίσκοπος» καὶ «ψευδοδιδάσκαλος» (ΙΕ’ Κανὼν τῆς Πρωτοδευτέρας)· οἱ δὲ κοινωνοῦντες μετ’ αὐτοῦ Ἐπίσκοποι, ἀδιαφοροῦντες ἢ ἀνεχόμενοι ἢ ἀποδεχόμενοι τὸ φρόνημα καὶ τὰς πρακτικὰς αὐτοῦ ἐκφράσεις, «συνόλλυνται» (Ἅγιος Θεόδωρος Στουδίτης), παύοντες οὕτω νὰ εἶναι Κανονικοὶ καὶ Κοινωνικοί, ἐφ’ ὅσον ἡ Καθολικότης τῆς Ἐκκλησίας, ἡ Ἑνότης Αὐτῆς καὶ ἡ γνησία Ἀποστολικὴ Διαδοχή, ἐγγυώμεναι ἀσφαλῶς τὸ Κανονικὸν καὶ Κοινωνικὸν τοῦ Ἐπισκόπου, ἑδράζονται, ἀπορρέουν καὶ διασφαλίζονται ἀπὸ τὴν «Ὀρθὴν καὶ Σωτήριον τῆς Πίστεως Ὁμολογίαν».

 

Β’. Οἰκουμενισμός: Συγκρητιστικὴ Παναίρεσις

        

1. Ὁ Οἰκουµενισµός, ὡς θεολογικὴ ἔννοια, ὡς ὠργανωµένον κοινωνικὸν κίνηµα καὶ ὡς θρησκευτικὴ πρᾶξις, εἶναι καὶ ἀποτελεῖ τὴν μεγαλυτέραν αἵρεσιν τῶν αἰώνων καὶ τὴν περιεκτικωτέραν παναίρεσιν· αἵρεσιν ἐξ αἱρέσεων καὶ παναίρεσιν ἐκ παναιρέσεων· ἀμνήστευσιν πασῶν τῶν αἱρέσεων, ὄντως καὶ ἀληθῶς Παναίρεσιν· τὸν ὑπουλότερον ἀντίπαλον τῶν κατὰ τόπους Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν, ὡς καὶ τὸν πλέον ἐπικίνδυνον ἐχθρὸν τῆς ἐν Χριστῷ σωτηρίας τοῦ ἀνθρώπου, ἐφ’ ὅσον ἐντὸς τῶν συγκρητιστικῶν ὁρίων αὐτοῦ ἀδυνατοῦν νὰ ὑπάρξουν ἐν ἀρρήκτῳ σωτηριολογικῇ ἑνότητι ἡ ἐν Χριστῷ Ἀλήθεια καὶ Ζωή.

     2. Ὁ Οἰκουμενισμὸς προέρχεται ἀπὸ τὸν προτεσταντικὸν κόσμον (ΙΘ’ αἰ. κ.ἑ.) καὶ καλλιεργεῖ τὴν σχετικοποίησιν τῆς ἐν Χριστῷ Ἀληθείας, Ζωῆς καὶ Σωτηρίας, ἀρνούμενος κατ’ οὐσίαν τὴν Καθολικότητα καὶ Μοναδικότητα τῆς Ἐκκλησίας, ἐφ’ ὅσον εἰς τὴν βάσιν αὐτοῦ κεῖται ἡ πεπλανημένη θεωρία περὶ «Ἀοράτου Ἐκκλησίας» μὲ ἀσαφῆ ὅρια, μέλη τῆς ὁποίας δῆθεν δύνανται νὰ ἀνήκουν εἰς διαφόρους «Ὁμολογίας», ὡς καὶ ἡ παραλλαγὴ ταύτης, ἤτοι ἡ λεγομένη «Θεωρία τῶν Κλάδων», κατὰ τὴν ὁποίαν αἱ διάφοροι χριστιανικαί «Ὁμολογίαι» εἶναι δῆθεν κλάδοι τοῦ αὐτοῦ δένδρου τῆς Ἐκκλησίας, ἕκαστος δὲ κλάδος κατέχει μέρος τῆς Ἀληθείας καὶ οὕτω συναπαρτίζουν δῆθεν τὸ ὅλον τῆς Ἐκκλησίας.

3.Παρὰ τὴν ποικιλίαν τῶν θεωριῶν, τὰς ὁποίας παρήγαγεν ὁ Οἰκουμενισμός, ὁ βασικὸς στόχος αὐτοῦ εἶναι ἡ καλλιέργεια μιᾶς συγκρητιστικῆς συνυπάρξεως καὶ συνεργασίας, ἀλλὰ καὶ περαιτέρω μιᾶς συγχωνεύσεως κατ’ ἀρχὰς πασῶν τῶν χριστιανικῶν Κοινοτήτων (Διαχριστιανικὸς Οἰκουμενισμός), ἀκολούθως δὲ πασῶν τῶν θρησκειῶν (Διαθρησκειακὸς Οἰκουμενισμός), τοῦτ’ ἔστιν (ἡ καλλιέργεια) μιᾶς ἀντι-ευαγγελικῆς διαδικασίας, ὁδηγούσης ἀφεύκτως εἰς τὴν ἀνάδειξιν ἑνὸς σώματος τῶν Πιστευόντων, μιᾶς τρόπον τινὰ Πανθρησκείας, ἡ ὁποία θὰ προλειάνῃ τὸ ἔδαφος διὰ τὴν ἔλευσιν τοῦ πειρασμοῦ τῶν Ἐσχάτων, ἤτοι τῆς ἐποχῆς τοῦ Ἀνόμου-Ἀντιχρίστου.

4.Λόγῳ τοῦ συγκρητιστικοῦ αὐτοῦ χαρακτῆρος, ὁ Οἰκουμενισμὸς συγγενεύει στενῶς πρὸς τὸν Ἐλευθεροτεκτονισμὸν (Μασωνίαν), ὁ ὁποῖος αὐτοδιαφημιζόμενος ὡς ἀνεξίθρησκος, συγχρωτιστικὸς καὶ ἀνεκτικὸς ἔναντι τῶν αἱρέσεων καὶ θρησκειῶν, ἔχει ἀναδειχθῆ ἐν τῇ πράξει εἰς Θρησκείαν καὶ Ὑπερθρησκείαν, συμβάλλουσα ἀμέσως καὶ ἐμμέσως εἰς τὴν προώθησιν τοῦ Οἰκουμενιστικοῦ Ὁράματος, δηλαδὴ εἰς τὴν δημιουργίαν μιᾶς περιεκτικῆς βάσεως ἁπάντων τῶν Δογμάτων καὶ Θρησκειῶν, εἰς τὴν ὁποίαν ἡ Ἀποκεκαλυμμένη Ἀλήθεια θὰ ἔχῃ πλήρως σχετικοποιηθῆ καὶ ἐξισωθῆ μὲ πᾶσαν ἀνθρωπίνην καὶ δαιμονικὴν πλάνην καὶ δοξασίαν.


5. Ὁ Οἰκουμενισμὸς ἤρχισε νὰ προσβάλλῃ τὴν Ὀρθόδοξον Καθολικὴν Ἐκκλησίαν φθίνοντος τοῦ ΙΘ’ αἰῶνος, διὰ δὲ τοῦ Συνοδικοῦ Διαγγέλματος «Πρὸς τὰς ἁπανταχοῦ Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ» τοῦ Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως ἐν ἔτει 1920, ἀποτελοῦντος ὁμολογουμένως τὸν «Καταστατικὸν Χάρτην τοῦ Οἰκουμενισμοῦ», ἐκηρύχθη οὗτος «γυμνῇ τῇ κεφαλῇ», ἐφ’ ὅσον χαρακτηρίζει τὰς αἱρέσεις τῆς Δύσεως καὶ ἁπανταχοῦ ὡς δῆθεν «σεβασμίας Χριστιανικὰς Ἐκκλησίας»,οὐχὶ πλέον «ὡς ξένας καὶ ἀλλοτρίας», ἀλλ’ ὡς «συγγενεῖς καὶ οἰκείας ἐν Χριστῷ καὶ ”συγκληρονόμους καὶ συσσώμους τῆς ἐπαγγελίας τοῦ Θεοῦ ἐν Χριστῷ“», προτείνων μάλιστα ὡς πρῶτον μέτρον ἐφαρμογῆς αὐτοῦ τὴν χρῆσιν κοινοῦ ἡμερολογίου, πρὸς ταυτόχρονον συνεορτασμὸν ὀρθοδόξων καὶ ἑτεροδόξων.


            6. Κατ’ ἐφαρμογὴν τοῦ οἰκουμενιστικοῦ Διαγγέλματος τούτου καὶ κατόπιν τῶν ἀντικανονικῶν Ἀποφάσεων τοῦ ἀντορθοδόξου Συνεδρίου τῆς Κωνσταντινουπόλεως ἐν ἔτει 1923, υἱοθετήθη κατ’ οὐσίαν τὸ λεγόμενον Γρηγοριανὸν Ἡμερολόγιον ὡς δῆθεν Διωρθωμένον Ἰουλιανόν,καίτοι ἅμα τῇ ἐμφανίσει αὐτοῦ ἐν τῇ Δύσει (1582) κατεκρίθη καὶ κατεδικάσθη ὡς σοβαρὰ Παπικὴ Καινοτομία ὑπὸ τριῶν Πανορθοδόξων Συνόδων ἐν τῇ Ἀνατολῇ (1583, 1587, 1593),  τῶν Ὁποίων αἱ ἀποφάσεις ἐξακολουθοῦν ἰσχύουσαι καὶ βαρύνουν τοὺς ἐν σχίσματι εὑρισκομένους Καινοτόμους.


            7. Ἡ Ἡμερολογιακὴ-Ἑορτολογικὴ Καινοτομία, εἰσαχθεῖσα ἐν ἔτει 1924 εἰς τὴν Ἐκκλησίαν τῆς Ἑλλάδος, τὸ Πατριαρχεῖον τῆς Κωνσταντινουπόλεως καὶ τὴν Ἐκκλησίαν τῆς Ρουμανίας, κατόπιν δὲ σταδιακῶς καὶ εἰς ἄλλας Τοπικὰς Ἐκκλησίας, προσκρούει εἰς τὴν Καθολικότητα τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας καὶ κατὰ τὸν τρόπον τῆς ἐφαρμογῆς (μονομερῆ καὶ ἀντικανονικόν), ἀλλὰ καὶ κατὰ τὸν σκοπὸν αὐτῆς (οἰκουμενιστικὸν-συγκρητιστικόν), προσβάλλουσα τοιουτοτρόπως διὰ πλήγματος δεινοῦ τὴν ἐξωτερικὴν ἔκφανσιν καὶ ἐκδήλωσιν τοῦ Ἑνὸς Σώματος τῆς Ἐκκλησίας ἀνὰ τὸν κόσμον, πραγματοποιουμένην καὶ διὰ τοῦ ἑνιαίου Ἡμερολογίου-Ἑορτολογίου.


            8. Ἡ Ἁγία Ὀρθόδοξος Καθολικὴ Ἐκκλησία, μέσῳ τοῦ ὑψίστου συνοδικοῦ κύρους Αὐτῆς, ἔχει ἐκφράσει τὴν σταθερὰν καὶ ἀμετακίνητον βούλησιν Αὐτῆς, ὅπως ἐκδηλώνεται ἡ Ἑνότης Αὐτῆς καὶ διὰ τῆς ἀπὸ κοινοῦ ὑφ’ ὅλων τῶν Χριστιανῶν τελέσεως τῆς μεγίστης τῶν Ἑορτῶν, ἤτοι τοῦ Ἁγίου Πάσχα, καθορίσασα ὁριστικῶς εἰς τὴν Α’ Ἁγίαν Οἰκουμενικὴν Σύνοδον ἐν ἔτει 325 τὸ αἰώνιον Κανόνιον τοῦ Πάσχα, τὸν Πασχάλιον Κανόνα.

            9. Ἡ Συνοδικὴ Πρᾶξις αὕτη, κατ’ οὐσίαν βαθύτατα ἐκκλησιολογικὴ καὶ δογματική, προϋπέθετεν ὡς βάσιν τῶν λεγομένων Διορισμῶν τοῦ Ἁγίου Πάσχα τὴν Ἐαρινὴν Ἰσημερίαν, ἡ ὁποία ὡς σταθερὰ ἡμερομηνία ἐκκλησιαστικῶς θὰ ἦτο πλέον θετῶς/συμβατικῶς ἡ 21ηΜαρτίου τοῦ ἐν χρήσει τότε Ἰουλιανοῦ Ἡμερολογίου, τὸ ὁποῖον τοιουτοτρόπως καθιερώθη ὡς Ἐκκλησιαστικὸν Ἡμερολόγιον καὶ ὡς ἄξων τοῦ ἐνιαυσίου Ὀρθοδόξου Ἑορτολογίου, βάσει δὲ τούτου ἡ ἡμερολογιακὴ ἐναρμόνισις τῶν κατὰ τόπους Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν, τῶν εὑρισκομένων εἰς διάφορα ἡμερολογιακὰ περιβάλλοντα, συνετελέσθη σταδιακῶς ἕως καὶ τὸν ΣΤ’ αἰῶνα.            

            10. Οἱ Ἅγιοι Πατέρες τῆς ἐν Νικαίᾳ Α’ Οἰκουμενικῆς Συνόδου ἐξέφρασαν θεοπνεύστως, ἀλλὰ καὶ προφητικῶς, τὸ ἀντι-συγκρητιστικὸν πνεῦμα τῆς Ἐκκλησίας: τὸ «μὴ μετ’ Ἰουδαίων συνεορτάζειν», κατ’ ἐπέκτασιν δὲ τὸ μὴ ἐπιδιώκειν μετὰ τῶν αἱρετικῶν ἑορτάζειν, διησφάλιζε τὴν ἐξωτερικὴν-ὁρατὴν Ἑνότητα τοῦ Ἑνὸς Σώματος τῆς Ἐκκλησίας καὶ ἔθετε τὰ ὅρια μεταξὺ Ἀληθείας καὶ Αἱρέσεως, ὅλως δηλαδὴ ἀντιθέτως πρὸς τὴν κατάκριτον Ἡμερολογιακὴν  Μεταρρύθμισιν τοῦ 1924, ἡ ὁποία ἀπέβλεπεν εἰς τὸ συνεορτάζειν μετὰ τῶν ἑτεροδόξων τοῦ παναιρετικοῦ Παπισμοῦ καὶ Προτεσταντισμοῦ, προκειμένου νὰ καταστῇ ὁρατὴ ἡ δῆθεν ὑπάρχουσα ἀόρατος ἑνότης μετ’ αὐτῶν καὶ τῆς Ὀρθοδοξίας.


            11. Οἱ ἐξ ὀρθοδόξων Οἰκουμενισταί, μάλιστα δὲ οἱ πλέον ἀκραῖοι ἐξ αὐτῶν, ἔχοντες ὑποστῆ τὰ ὀλέθρια ἀποτελέσματα τοῦ διαβρωτικοῦ Συγκρητισμοῦ, φρονοῦν ὅτι ἡ Μία, Ἁγία, Καθολικὴ καὶ Ἀποστολικὴ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ ἔχει δῆθεν ἀπολέσει τὴν Καθολικότητα Αὐτῆς, λόγῳ θεολογικῶν καὶ πολιτισμικῶν διαμαχῶν καὶ διαιρέσεων· προτείνουν δὲ καὶ ἐπιδιώκουν τὴν δῆθεν ἀνασυγκρότησιν ταύτης, μέσῳ μιᾶς συμβατικῆς ἑνώσεως τῶν διεστώτων, ὀρθοδόξων καὶ αἱρετικῶν, ἡ ὁποία δῆθεν θὰ ἀποκαταστήσῃ τὴν εὐχαριστιακὴν κοινωνίαν, ἄνευ βεβαίως κοινῆς Ὁμολογίας Πίστεως, κατὰ τὰ πρότυπα προφανῶς τῆς Οὐνίας· ἕτεροι, πλέον μετριοπαθεῖς Οἰκουμενισταί, ἀρκοῦνται εἰς τὴν συναρίθμησιν τῶν ἑτεροδόξων μετὰ τῶν ὀρθοδόξων, ὁμιλοῦντες «ὑπὲρ τοῦ ὅλου τῆς Ἐκκλησίας σώματος», ὡς δῆθεν εὑρισκομένων αὐτῶν (τῶν ἑτεροδόξων) ἐντὸς τῶν Ὁρίων τῆς Ἐκκλησίας, διότι οὗτοι δὲν ταυτίζουν τὰ Χαρισματικὰ καὶ τὰ Κανονικὰ Ὅρια τῆς Ἐκκλησίας, ὡς ὑποστηρικταὶ τῆς «Διευρυμένης Ἐκκλησίας» ἢ τῆς «Ἐκκλησίας ἐν διευρυμένῃ ἢ εὐρυτάτῃ ἐννοίᾳ», ἐφ’ ὅσον ἀνακαλύπτουν ἢ ἀναγνωρίζουν τὴν ὕπαρξιν «Ἐκκλησιῶν» καὶ «Θείας Χάριτος»/«Σωτηρίας»  καὶ ἐκτὸς τῶν Ὁρίων τῆς Ἀληθείας καὶ τῆς Ἀληθοῦς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας (ecclesiaextraecclesiamextramuros).


            12. συμμετοχὴ τῶν ἐξ ὀρθοδόξων Οἰκουμενιστῶν εἰς τὸ λεγόμενον «Παγκόσμιον Συμβούλιον τῶν Ἐκκλησιῶν» (1948 κ.ἑ.), ὡς καὶ εἰς ἑτέρους Οἰκουμενιστικοὺς Ὀργανισμούς, ἀποτελεῖ μίαν ἐν τῇ πράξει ἄρνησιν τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας ὡς πληρώματος τῆς ἐν Χριστῷ Ἀληθείας καὶ Σωτηρίας, ἐφ’ ὅσον βασικὴ προϋπόθεσις ὀργανικῆς συμμετοχῆς εἰς τοιαῦτα Διομολογιακὰ Σώματα εἶναι κατ’ οὐσίαν ἡ ἔστω καὶ σιωπηλὴ ἄρνησις τῆς ὑπάρξεως αὐθεντικῆς Ἐκκλησιαστικῆς Καθολικότητος σήμερον, ὡς καὶ ἡ αἴσθησις τῆς ἀνάγκης ἀνα-συγκροτήσεως μιᾶς δῆθεν αὐθεντικῆς Καθολικότητος, τοῦτ’ ἔστι τῆς ἀνάγκης μιᾶς δῆθεν ἐπανιδρύσεως τῆς Ἐκκλησίας.

            13. Εἰς τὴν βάσιν τῶν ἀντορθοδόξων καὶ πλήρως καινοφανῶν τούτων ἀντιλήψεων, εὑρίσκεται ἡ λεγομένη «Βαπτισματικὴ Θεολογία», ὁ Δογματικὸς Συγκρητισμός, ἡ κατάργησις τῶν «Ὁρίων» τῆς Ἐκκλησίας, ἡ αἴσθησις τῆς «Οἰκουμενικῆς Ἀδελφοσύνης», ἡ θεωρία τῶν «Ἀδελφῶν Ἐκκλησιῶν», ἡ λεγομένη «Θεολογία τῶν Δύο Πνευμόνων», ἡ θεωρία τῆς «Μιᾶς καὶ Διῃρημένης Ἐκκλησίας»,
ἡ «ὑπέρβασις τῆς παλαιᾶς αἱρεσιολογίας», ὡς καὶ ἄλλαι ποικίλαι κακοδοξίαι ἔχουσαι ὁδηγήσει σταδιακῶς τοὺς ἐξ ὀρθοδόξων Οἰκουμενιστὰς εἰς τὴν ἄρνησιν τῆς ἐκκλησιολογικῆς καὶ σωτηριολογικῆς ἀποκλειστικότητος τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, μάλιστα δὲ καὶ εἰς τὴν συνοδικὴν ἀναγνώρισιν τῶν ἑτεροδόξων Κοινοτήτων καὶ τῶν μυστηρίων αὐτῶν, εἰς τὴν συμπροσευχὴν μετ’ αὐτῶν καὶ δὴ εἰς ἐπίπεδον κορυφῶν, εἰς τὴν παροχὴν μυστηρίων εἰς αὐτούς, εἰς τὴν συνυπογραφὴν Κοινῶν Δηλώσεων καὶ Διακηρύξεων πρὸς κοινὴν δῆθεν μαρτυρίαν μετ’ αὐτῶν, ὡς ἐπίσης καὶ εἰς τὴν αἴσθησιν τοῦ χρέους τῆς συνδιακονίας τοῦ κόσμου, ὡς δῆθεν συνυπευθύνων (Ὀρθοδοξίας καὶ Αἱρέσεως) διὰ τὴν σωτηρίαν αὐτοῦ.


            14.Μέσῳ πάντων τούτων, ἔχει διαστρεβλωθῆ πλήρως ἡ ἔννοια τῆς εὐαγγελικῆς Ἀγάπης, ἀσκουμένης ἐν τῇ Ἀληθείᾳ καὶ διὰ τῆς Ἀληθείας· ἔχει παγιωθῆ ἕνας βαθὺς καὶ ὁλονὲν ἐμβαθυνόμενος συγκρητιστικὸς συγχρωτισμός· τηρεῖται, ἐν ὀνόματι μιᾶς νενοθευμένης οἰκονομίας, μία στάσις περιεκτικὴ καὶ περι-χωρητικὴ ἔναντι τῆς ἑτεροδοξίας· ἔχει προέλθει μία ἄμεικτος μεῖξις· καὶ ἔχει ἀναδυθῆ μία ὄντως ὑφισταμένη ἕνωσις μεταξὺ τῶν πάσης προελεύσεως Οἰκουμενιστῶν, ἑνὸς Σώματος Πιστευόντων, ὄχι βεβαίως ἐν τῇ Μοναδικῇ Ἀληθείᾳ τῆς Ὀρθοδόξου Καθολικῆς Ἐκκλησίας, ἀλλ’ ἐπὶ τῇ βάσει ἑνὸς νεφελώδους ἀνθρωπιστικοῦ ὁράματος, χωρὶς ἱεραποστολικὴν διάστασιν καὶ κλῆσιν τῶν πεπλανημένων εἰς Ἐπιστροφὴν ἐν Μετανοίᾳ εἰς τὸν Οἶκον τοῦ Πατρός, τ.ἔ. εἰς τὴν Μίαν, Ἁγίαν, Καθολικὴν καὶ Ἀποστολικὴν Ἐκκλησίαν.

 

 

Δ’. Ἡ λεγομένη ἐπίσημος Ὀρθοδοξία

            1. Τὸ νόημα τοῦ ὅρου «ἐπίσηµος Ὀρθοδοξία» εἶναι στενὰ συνδεδεµένον µὲ τοὺς ὅρους «ἐπίσηµος Ἐκκλησία» καὶ «ἐπίσηµοι τοπικαὶ Ἐκκλησίαι».


6. Ἅπασαι αἱ λεγόμεναι αὗται ἐπίσημοι Ἐκκλησίαι ἔχουν πλέον προσχωρήσει ἀποφασιστικῶς, σταθερῶς καὶ ἀμετανοήτως εἰς τὴν διαδικασίαν τῆς συγκρητιστικῆς Ἀποστασίας, σεργιανιστικοῦ καὶ οἰκουμενιστικοῦ τύπου, µίαν ἀντιεκκλησιαστικὴν καὶ ἀντικανονικὴν διαδικασίαν, ἡ ὁποία ἔχει προωθηθῆ ἢ ἐπιτραπῆ συνοδικῶς ἀπὸ τὰς Ἱεραρχίας αὐτῶν, μετὰ τῶν ὁποίων ἡ Γνησία Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία ἀδυνατεῖ νὰ ἔχῃ οἱανδήποτε προσευχητικήν, μυστηρια-κὴν καὶ διοικητικὴν κοινωνίαν, συνεπὴς οὖσα πρὸς τὰς Ἐκκλησιολογικὰς Ἀρχὰς Αὐτῆς ἔναντι τῶν «ψευδεπισκόπων» καὶ «ψευδοδιδασκάλων».

 


ΣΤ’. Ἡ Ἐπιστροφὴ εἰς τὴν Γνησίαν Ὀρθοδοξίαν

1. Εἰς τὴν ἀποδοχὴν τῶν µετανοούντων αἱρετικῶν καὶ σχισµατικῶν, αἱ Οἰκουµενικαὶ καὶ Τοπικαὶ Σύνοδοι τῆς Ἐκκλησίας, ἐκτὸς τῆς ἀρχῆς τῆς Ἀκριβείας, ἐφήρµοσαν κατὰ καιροὺς καὶ τὴν λεγομένην ἀρχὴν τῆς Οἰκονοµίας, μίαν δηλαδὴ Κανονικὴν καὶ Ποιµαντικὴν πρᾶξιν, κατὰ τὴν ὁποίαν εἶναι δυνατὸν νὰ γίνεται πρόσκαιρος ἀπόκλισις ἀπὸ τοῦ γράμματος τῶν Ἱερῶν Κανόνων, ἄνευ παραβιάσεως τοῦ πνεύµατος Αὐτῶν.

2. Ἐν τούτοις, ἡ Οἰκονοµία δὲν δύναται ποτὲ βεβαίως καὶ εἰς οὐδεμίαν περί-πτωσιν νὰ ἐπιτρέψῃ τὴν ἀμνήστευσιν οἱασδήποτε ἁµαρτίας ἢ οἱουδήποτε συµβι-βασµοῦ σχετικῶς µὲ τὴν «Ὀρθὴν καὶ Σωτήριον τῆς Πίστεως Ὁμολογίαν», ἐφ’ ὅσον ἡ Οἰκονοµία ἀποβλέπει καθαρῶς καὶ μοναδικῶς, ἐν πνεύματι φιλανθρώπου συγκα-ταβάσεως, εἰς τὴν διευκόλυνσιν τῆς σωτηρίας ψυχῶν, ὑπὲρ ὧν Χριστὸς ἀπέθανεν.

            3. Ἡ ἐφαρµογὴ τῆς Οἰκονοµίας κατὰ τὴν εἰσδοχὴν τῶν αἱρετικῶν καὶ σχισµατικῶν εἰς Ἐκκλησιαστικὴν Κοινωνίαν, οὐδόλως σηµαίνει ὅτι ἡ Ἐκκλησία ἀναγνωρίζει τὴν ἐγκυρότητα καὶ τὸ ὑπαρκτὸν τῶν μυστηρίων αὐτῶν, τῶν τελεσθέντων ἐκτὸς τῶν Κανονικῶν καὶ Χαρισματικῶν Ὁρίων Αὐτῆς.

4. Ἡ Ἁγία Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία οὐδέποτε ἀνεγνώρισεν, οὔτε κατ’ Ἀκρίβειαν, οὔτε κατ’ Οἰκονομίαν, τὰ ἐκτὸς Αὐτῆς τελούμενα μυστήρια ἀπολύτως καὶ ἐξ ἀποστάσεως, ἐφ’ ὅσον δηλαδὴ οἱ τελοῦντες ἢ οἱ μετέχοντες τῶν μυστηρίων τούτων παραμένουν ἐν τοῖς κόλποις τῆς ἰδίας αὐτῶν αἱρετικῆς ἢ σχισματικῆς Κοινότητος.

5. Διὰ τῆς ἐφαρμογῆς τῆς Οἰκονομίας ἀποκλειστικῶς καὶ μόνον κατὰ τὴν εἰσδοχὴν ἐν μετανοίᾳ τῶν ἐκτὸς Αὐτῆς, μεμονωμένων προσώπων ἢ Κοινοτήτων, ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία ἀποδέχεται μὲν μόνον τὸν τύπον τοῦ ἐξ αἱρετικῶν ἢ σχισμα-τικῶν μυστηρίου, ἐὰν βεβαίως οὗτος ἔχῃ τηρηθῆ ἀνόθευτος, εἰδικῶς μάλιστα ἐν σχέσει πρὸς τὸ βάπτισμα, ζωοποιεῖ δὲ τοῦτον τὸν τύπον διὰ τῆς ἐνυπαρχούσης εἰς Αὐτὴν Χάριτος τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, μέσῳ τῶν φορέων τῆς ἐν Ἀληθείᾳ Χριστοῦ πληρότητος Αὐτῆς, ἤτοι τῶν Ὀρθοδόξων Ἐπισκόπων.


6. Εἰδικώτερον περὶ τῶν Μυστηρίων τῶν τελουμένων εἰς τὰς λεγομένας ἐπισήμους ὀρθοδόξους Ἐκκλησίας, ἡ Γνησία Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία δὲν διαβεβαιοῖ περὶ τοῦ κύρους αὐτῶν, οὔτε καὶ περὶ τῆς σωτηριολογικῆς ἀποτελεσματικότητος τούτων, ἰδίως εἰς ὅσους κοινωνοῦν «ἐν γνώσει» μετὰ τοῦ συγκρητιστικοῦ Οἰκουμενισμοῦ, ὡς καὶ τοῦ Σεργιανισμοῦ, ἔστω καὶ ἂν Αὕτη δὲν ἐπαναλαμβάνῃ ὁπωσδήποτε τὸν τύπον αὐτῶν εἰς τοὺς ἐν μετανοίᾳ εἰσερχομένους εἰς κοινωνίαν μετ’ Αὐτῆς, ἐν ὄψει μάλιστα τῆς συγκλήσεως μιᾶς Μεγάλης Συνόδου τῆς Γνησίας Ὀρθοδοξίας, εἰς ἐπισφράγισιν τῶν ἤδη γενομένων εἰς τοπικὸν ἐπίπεδον.




7. Εἶναι βέβαιον πάντως ὅτι, ὅταν πλήττεται ἡ καθαρότης τοῦ Δόγματος τῆς Ἐκκλησίας, ὡς ἐκ τούτου δὲ ἐξασθενῇ ὁ ἀρραγὴς σύνδεσμος Ὁμολογίας-Καθολι-κότητος-Κοινωνίας ἢ καὶ διαρρηγνύεται ἐντελῶς, τότε αἱ μυστηριολογικαὶ καὶ σωτηριολογικαὶ συνέπειαι εἶναι σοβαρώταται καὶ βαρύταται, προβλεπόμεναι σαφῶς ἀπὸ τὴν Ἀποστολικήν, Πατερικὴν καὶ Συνοδικὴν Παράδοσιν.

            8. Λαμβανομένου ὑπ’ ὄψιν ὅτι ὁ Μέγας Βασίλειος, ἄν καὶ τάσσεται ὑπὲρ τῆς Ἀκριβείας, ἀποδέχεται ὅμως καὶ τὴν χρῆσιν τῆς Οἰκονομίας ἔναντι αἱρετικῶν καὶ σχισματικῶν τινων (Ἱερὸς Κανὼν Α’), εἶναι σημαντικὸν νὰ ἀναφέρωμεν ὅτι ἡ Ἁγία Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία ἔχει καθιερώσει καὶ συνοδικῶς τὴν χρῆσιν καὶ τῆς Οἰκονομίας εἰς «τοὺς προστιθεμένους τῇ Ὀρθοδοξίᾳ καὶ τῇ μερίδι τῶν σωζομένων», ὡς ἐμφαίνεται μάλιστα εἰς τὸν περίφημον 95ον Κανόνα τῆς Ἁγίας καὶ Οἰκουμενικῆς Πενθέκτης Συνόδου, διὰ τοῦ ὁποίου γίνονται δεκτοὶ ποικιλοτρόπως διάφοροι σχισματικοὶ καὶ αἱρετικοί, εἴτε μόνον διὰ Μετανοίας, Λιβέλλου καὶ Ὁμολογίας, ὡς οἱ καταδεδικασμένοι πρὸ αἰώνων Νεστοριανοὶ καὶ Μονοφυσῖται, εἴτε διὰ Χρίσματος, εἴτε διὰ Βαπτίσματος.

* * *

            9. Ἐν γνώσει πάντων τῶν ἀνωτέρω,  ὡς καὶ τῶν ἰδιαιτέρων καταστάσεων εἰς ἑκάστην Τοπικὴν Ἐκκλησίαν, ἡ Γνησία Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία ἀντιμετωπίζει µετὰ ἰδιαιτέρας προσοχῆς ὅσους Κληρικοὺς καὶ Λαϊκοὺς ἐκ τῶν λεγομένων ἐπισήμων ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν ἐπιθυµοῦν νὰ εἰσέλθουν εἰς κοινωνίαν μετ’ Αὐτῆς, φροντί-ζουσα -κατὰ τὴν ἄσκησιν ὑπ’ Αὐτῆς τῆς ποιµαντικῆς προνοίας δι’ αὐτοὺς- διὰ τὸ λίαν οὐσιῶδες, ἤτοι νὰ προβοῦν οὗτοι εἰς τὴν ἐπιλογὴν αὐτῶν ἐλευθέρως, συνειδητῶς καὶ ὑπευθύνως.

            10. Κατὰ γενικὸν κανόνα, οἱ Μοναχοὶ καὶ οἱ Λαϊκοὶ ἐκ τούτων, οἱ ἔχοντες βεβαίως βαπτισθῆ κατὰ τὸν ὀρθόδοξον τύπον, γίνονται δεκτοὶ εἰς Κοινωνίαν διὰ Χρίσματος, μέσῳ μιᾶς εἰδικῆς Τάξεως, συνδεδεμένης πάντοτε πρὸς τὸ Μυστήριον τῆς ἱερᾶς Ἐξοµολογήσεως, οἱ δὲ Κληρικοὶ ὑποβάλλουν γραπτὴν αἴτησιν καὶ ἐφ’ ὅσον αὕτη ἐγκριθῇ, γίνονται δεκτοὶ εἰς Κοινωνίαν κατὰ τὸν αὐτὸν τρόπον, ὡς καὶ διὰ µιᾶς εἰδικῆς Τάξεως Χειροθεσίας, συντεταγµένης πρὸς τοῦτο, εἰδικῶς διὰ τοιαύτας περιπτώσεις.

11. Εἶναι κατανοητὸν ὅτι, ἀναλόγως τῶν κατὰ τόπους καὶ κατὰ περίπτωσιν ἰδιομορφιῶν, διὰ τὴν ἐφαρμογὴν ἐπιεικεστέρας ἢ αὐστηροτέρας Τάξεως, ἀποφαί-νεται ὁ ἐπιχώριος Ἐπίσκοπος ἐπὶ τῇ βάσει ὁρισθέντων συνοδικῶς κριτηρίων ἢ ἡ ἁρμοδία Σύνοδος, κατά τὸν λόγον τοῦ Ἁγίου Κυπριανοῦ Καρχηδόνος:

            ● «Εἰς τὸ θέµα τοῦτο οὐδένα ἐξαναγκάζοµεν οὐδὲ ἐπιβάλλοµεν νόµον, ἐφ’ ὅσον ἕκαστος Ἱεράρχης ἔχει τὴν ἐλευθερίαν τῆς βουλήσεως εἰς τὴν διοίκησιν τῆς Ἐκκλησίας, θὰ ἔχῃ δὲ νὰ ἀπολογηθῇ διὰ τὰς πράξεις αὐτοῦ ἐνώπιον τοῦ Κυρίου».

            12. Μία Μείζων Γενικὴ Σύνοδος, πανορθοδόξου κύρους, θὰ ἦτο δυνατὸν νὰ θεσπίσῃ τὰ γενικὰ κριτήρια καὶ τὰς προϋποθέσεις, διὰ τῶν ὁποίων θὰ ἀσκῆται ἡ πρακτικὴ τῆς εἰσδοχῆς τῶν ἐπιστρεφόντων ἐκ διαφόρων νεοφανῶν σχισματικῶν καὶ αἱρετικῶν Κοινοτήτων εἰς τὴν Γνησίαν Ὀρθόδοξον Ἐκκλησίαν.


https://www.ecclesiagoc.gr/index.php/%CE%B5%CE%BD%CE%B7%CE%BC%CE%B5%CF%81%CF%89%CF%83%CE%B7/%E1%BC%84%CF%81%CE%B8%CF%81%CE%B1/%E1%BC%90%CE%BA%CE%BA%CE%BB%CE%B7%CF%83%CE%B9%CE%BF%CE%BB%CE%BF%CE%B3%CE%B9%CE%BA%CE%AC/102-i-gnisia-or8odoksi-ekklisia-enanti-tisairesews-tou-oikoymenismou-8emata-dogmatika-kanonika



Ἐγκύκλιος 1935

ΠΟΙΜΑΝΤΟΡΙΚΗ ΕΓΚΥΚΛΙΟΣ ΠΡΟΣ ΤΟΝ ΟΡΘΟΔΟΞΟΝ ΕΛΛΗΝΙΚΟΝ ΛΑΟΝ


       Καταδικασθέντες ἀδίκως ὑπό Σχισματικῆς Συνόδου εἰς καθαίρεσιν καί πενταετῆ ἐγκάθειρξιν εἰς Μονάς καί ἀπαχθέντες βία ὑπό τῆς Κυβερνήσεως, καταστάσης ἐκτελεστικόν τμῆμα τῆς ἀρχιεπισκοπῆς, τεθείσης ὑπεράνω των θείων Κανόνων, τοῦ Καταστατικοῦ Χάρτου καί τοῦ Ἑλληνικοῦ Συντάγματος διά μόνον τόν λόγον, διότι εἴχομεν τό θάρρος καί τήν ψυχικήν εὐσθενίαν νά ἀναπετάσωμεν τό ἔνδοξον καί τετιμημένον λάβαρον τῆς Ὀρθοδοξίας, θεωροῦμεν ποιμαντορικόν καθῆκον ἡμῶν πρίν ἤ ἀποχωρισθῶμεν νά ἀπευθύνωμεν Ὑμῖν τοῖς ἀκολουθοῦσι τό πάτριον καί Ὀρθόδοξον ἑορτολόγιον, τάς ἑξῆς ποιμαντορικᾶς παραινέσεις:

      Ἀκολουθοῦντες πιστῶς τό Ἀποστολικόν «Στῆτε καί κρατῆτε τάς παραδόσεις, ἅς ἐδιδάχθητε εἴτε διά λόγου, εἴτε δι'   ἐπιστολῆς ἠμῶν», μή παύσετε ἀγωνιζόμενοι δι' ὅλων τῶν νομίμων καί χριστιανικῶν μέσων ὑπέρ τῆς κατισχύσεως καί ἐπιβραβεύσεως τοῦ ἱεροῦ ἡμῶν ἀγῶνος, ὅστις ἀποβλέπει εἰς τήν ἐπαναφοράν ἐν τῇ Ἐκκλησία τοῦ Πατρίου καί Ὀρθοδόξου ἑορτολογίου, μόνου ἱκανοῦ νά ἀποκαταστήση τό ὑπό τῆς Ἑλληνικῆς Ἐκκλησίας μειωθέν κύρος τῆς Ὀρθοδοξίας καί νά ἐπαναφέρη τήν εἰρήνην καί τήν ἕνωσιν τοῦ Ὀρθοδόξου Ἑλληνικοῦ Λαοῦ.

      Ἐπέπρωτο, κρίμασιν οἷς οἶδε Κύριος, ἡ πλειοψηφία τῆς ἱεραρχίας τῆς Ἑλληνικῆς Ἐκκλησίας, ὑπό τήν ἔμπνευσιν καί πρωτοβουλίαν τοῦ προκαθημένου Αὐτῆς νά προσάψῃ εἰς τό τέως ἁγνόν καί ἀκραιφνῶς Ὀρθόδοξον μέτωπον Αὐτῆς τόν μῶμον τοῦ σχίσματος διά τῆς ἀθετήσεως τοῦ Ὀρθοδόξου Ἑορτολογίου, τοῦ καθιερωθέντος ὑπό τῶν 7  Οἰκουμ. Συνόδων καί κυρωθέντος  ὑπό τῆς αἰωνοβίου πράξεως   τῆς Ὀρθοδόξου Ἀνατολικῆς    Ἐκκλησίας καί τῆς ἀντικαταστάσεως τούτου διά τοῦ Παπικοῦ τοιούτου.

Τό σχῖσμα βεβαίως τοῦτο τοῦ Ὀρθοδόξου Ἑλληνικοῦ Λαοῦ ἐδημιούργησεν ἡ πλειοψηφία τῆς Ἱεραρχίας, ἥτις, ἐπιλαθομένη τῆς ἱερᾶς καί ἐθνικῆς Αὐτῆς ἀποστολῆς καί τοῦ ἀρχαίου ἑλληνικοῦ γνωμικοῦ «μάχου ὑπέρ τῆς Ὀρθοδοξίας καί τῆς Ἑλληνικῆς ἐλευθερίας», εἰσήγαγεν ἄνευ τῆς συναινέσεως ἁπασῶν τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν ἐν τῇ Θεία λατρεία τό Παπικόν ἑορτολόγιον, διαιρέσασα οὕτως οὐ μόνον τάς Ὀρθοδόξους Ἐκκλησίας, ἀλλά καί τούς Ὀρθοδόξους Χριστιανούς εἰς δύο ἀντιθέτους μερίδας.

      Ἡμεῖς ἀναλαβόντες τήν ποιμαντορίαν τοῦ Ὀρθοδόξου Ἑλληνικοῦ πληθυσμοῦ τοῦ ἀκολουθοῦντος τό πάτριον καί ὀρθόδοξον ἑορτολόγιον καί ἔχοντες συναίσθησιν τοῦ ὅρκου πίστεως, ὅν ἐδώκαμεν, ὅτι θά φυλάξωμεν πάντα ὅσα παρελάβομεν παρά τῶν 7 Οἰκουμενικῶν Συνόδων, ἀποφεύγοντες πάντα νεωτερισμόν, δέν ἠδυνάμεθα παρά νά κηρύξωμεν ὡς Σχισματικήν τήν ἐπίσημον Ἐκκλησίαν, ἥτις ἐδέχθη τό παπικόν ἑορτολόγιον, ὅπερ ἐχαρακτηρῖσθη ὑπό Πανορθοδόξων Συνόδων ὡς νεωτερισμός τῶν αἱρετικῶν, ὡς αὐθαίρετος καταπάτησις τῶν θείων καί ἱερῶν κανόνων καί τῶν ἐκκλησιαστικῶν παραδόσεων.

      Τούτου ἕνεκα συνιστῶμεν εἰς ἅπαντάς τους ἀκολουθοῦντας τό ὀρθόδοξον ἑορτολόγιον, ὅπως μηδεμίαν πνευματικήν ἐπικοινωνίαν ἔχωσι μετά τῆς σχισματικῆς Ἐκκλησίας τῶν σχισματικῶν λειτουργῶν Αὐτῆς, ἀπό τῶν ὅποιων ἔφυγεν ἤ χάρις τοῦ Παναγίου Πνεύματος διότι οὗτοι ἠθέτησαν ἀποφάσεις τῶν Πατέρων τῆς Ζ' Οἰκουμενικῆς Συνόδου καί πασῶν των Πανορθοδόξων Συνόδων τῶν καταδικασασῶν τό Γρηγοριανόν ἑορτολόγιον. 

Ὅτι ἡ Σχισματική Ἐκκλησία δέν ἔχει χάριν καί Ἅγιον Πνεῦμα, τοῦτο διαβεβαιοῖ καί ὁ Μ. Βασίλειος λέγων τά ἑξῆς:

«Εἰ καί περί μή Δόγματα οἱ Σχισματικοί σφάλοιντο, ἀλλ' ἐπειδή τοί γέ κεφαλή τοῦ Σώματος τῆς Ἐκκλησίας ὁ Χριστός ἐστίν κατά τόν θεῖον Ἀπόστολον, ἐξ οὗ τά μέλη πάντα ζωοῦται καί τήν πνευματικήν αὔξησιν δέχεται, οὗτοι δέ τῆς ἁρμονίας τῶν μελῶν τοῦ Σώματος ἀπερράγησαν, καί οὐκέτι παραμένουσαν αὐτοῖς, ἔχουσι τήν χάριν τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ὅ τοίνυν οὐκ ἔχουσιν πῶς ἄν τοῖς ἄλλοις μεταδοῖεν».

      Ὅταν ἡ Σχισματική Ἐκκλησία ἐπιβάλλει μέτρα πιεστικά καί καταθλιπτικά, ὅπως βιάσῃ τήν ὀρθόδοξον ἡμῶν συνείδησιν, συνιστῶμεν ὑμῖν, ὅπως τά πᾶντα ὑπομείνητε καί κρατήσητε τήν ὀρθόδοξον Παρακαταθήκην ἀλώβητον καί ἀμόλυντον, ὅπως παρελάβομεν ταύτην παρά τῶν εὐσεβῶν Πατέρων ἡμῶν, ἔχοντες ὡς παράδειγμα φωτεινόν καί ἐνισχυτικόν ἡμᾶς μή δειλιάσαντας καί ἐν δύσει τοῦ βίου ἡμῶν χάριν τῆς Ὀρθοδοξίας νά ἀντικρύσωμεν μετά παρρησίας καί μεγαλοφροσύνης τά ἀνελεύθερα καί μεσαιωνικά μέτρα τῆς ἐξορίας καί ἐγκαθείρξεως ἡμῶν εἰς Μονάς  ὡς εἰς φυλακάς.

      Ταῦτα θεωροῦντες τιμήν καί δόξαν καί χαράν, κατά τόν Ἀπόστολον, κελεύοντα νά χαίρωμεν καί νά καυχώμεθα ἐν τοῖς ὑπέρ τοῦ Χριστοῦ παθήμασιν, συνιστῶμεν καί ὑμίν ἐμμονήν καί ἐγκαρτέρησιν ἐν τοῖς δεινοῖς καί ταῖς θλίψεσι καί ταῖς κακώσεσι καί αἰκισμοῖς, εἰς ἅ θά ὑποβληθῆτε ὑπό Ἐκκλησίας Σχισματικῆς, ἐλπίζοντες πάντοτε εἰς τόν Θεόν, ὅς οὐκ ἐάσει ἠμᾶς πειρασθῆναι ὑπέρ ὅ  δυνάμεθα καί ὅστις θά εὐδοκήσῃ ἐν τῇ ἀπείρω Αὐτοῦ καί ἀνεξιχνιάστω μακροθυμία νά φωτίση καί τούς καλεῖ τή πίστει πεπλανημένους καί ἀκολουθοῦντας τό Παπικόν ἑορτολόγιον καί χαρίσηται ἐν τέλει Ὑμῖν τόν θρίαμβον τῆς Ὀρθοδοξίας καί ἕνωσιν τοῦ χριστεπωνύμου Ὀρθοδόξου Ἑλληνικοῦ Πληρώματος, ὑπέρ ὧν ἀγωνιζόμεθα πρός δόξαν Χριστοῦ, Οὗ ἡ χάρις καί τό ἄπειρον ἔλεος εἴη μετά πάντων Ὑμῶν.

† Ὁ Δημητριάδος Γερμανός

† Ὁ πρ. Φλωρίνης Χρυσόστομος

† Ὁ Ζακύνθου Χρυσόστομος


Σχόλια