ΠΕΡΙ ΑΚΥΡΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ

Ἀνάλυση τοῦ θέματος ἀπό τόν καθηγητή Παναγιώτη Τρεμπέλα

Ὁ καθηγητής Παναγιώτης Τρεμπέλας στόν Τρίτο Τόμο τῆς Δογματικῆς τῆς Ὀρθοδόξου Καθολικῆς Ἐκκλησίας περιλαμβάνει κεφάλαιο μέ τίτλο «Χειροτονίαι ἄκυροι καί ἀναχειροτονίαι» (Παναγιώτου Τρεμπέλα, Δογματική τῆς Ὀρθοδόξου Καθολικῆς Ἐκκλησίας, τόμ. 3ος, ἐκδ. Ἀδελφότης Θεολόγων «Ὁ Σωτήρ», Ἀθήνα 1961, σελ. 314-319), στό ὁποῖο μέ συντομία ἐκθέτει τίς βασικές ἀρχές τῆς ὀρθοδόξου ἐκκλησιολογίας, ὅπως φαίνεται στούς Κανόνες τῆς Ἐκκλησίας καί στήν Παράδοσή της γιά τό θέμα τῶν χειροτονιῶν ἐκτός τῆς Ἐκκλησίας.

Θά κάνω μιά περίληψη τῶν σκέψεών του, γιατί ἦταν ἕνας συντηρητικός θεολόγος καί κατά τεκμήριο ἡ ἄποψή του εἶναι ἐνδιαφέρουσα.

Στήν ἀρχή τοῦ κειμένου του κάνει λόγο ὅτι στήν Ἐκκλησία ὑπάρχουν δύο ἀρχές, ὡς πρός τό ζήτημα τῶν χειροτονιῶν.

Ἡ πρώτη ἀρχή εἶναι ὅτι γιά τήν ἔγκυρη χειροτονία εἶναι ἀπαραίτητο ὁ λαμβάνων τήν χειροτονία νά κλίνη τόν αὐχένα «ὑπό τήν χεῖρα τοῦ χειροτονοῦντος» αὐτοπροαιρέτως, ἀλλά καί ὁ χειροτονῶν νά μεταδώση τό χάρισμα «μακράν παντός δόλου ἤ ἀπάτης ἤ οἱουδήποτε καταναγκασμοῦ».


Ἡ δεύτερη ἀρχή εἶναι ὅτι τά τελούμενα Μυστήρια ὑπό σχισματικῶν ἤ αἱρετικῶν ἐκτός τῆς Ἐκκλησίας «εἶναι ἄκυρα κατά τό ἀξίωμα «extra ecclesiam nulla salus»», δηλαδή ἐκτός τῆς Ἐκκλησίας δέν ὑπάρχει σωτηρία.

Ὡς πρός τήν πρώτη ἀρχή ἀμφισβητήθηκε ἡ χειροτονία τοῦ Ἐπισκόπου Νοουάτου ἐπειδή αὐτός παρέσυρε τρεῖς ἐπισκόπους νά ἔλθουν στήν Ρώμη «δι’ ἀπάτης» καί σέ κατάσταση μέθης «μετά βίας ἠνάγκασεν εἰκονικῇ τινι καί ματαίᾳ χειροθεσίᾳ ἐπισκοπήν αὐτῷ δοῦναι». Τό ἴδιο καί ἡ Β΄ Οἰκουμενική Σύνοδος μέ τόν 4ο Κανόνα της ὅρισε «περί Μαξίμου τοῦ κυνικοῦ καί τῆς κατ’ αὐτόν ἀταξίας τῆς ἐν Κωνσταντινουπόλει γενομένης∙ ὥστε μήτε Μάξιμον ἐπίσκοπον ἤ γενέσθαι, ἤ εἶναι μήτε τούς παρ’ αὐτοῦ χειροτονηθέντας, ἐν οἱῳδήποτε βαθμῷ κλήρου∙ πάντων καί τῶν περί αὐτόν, καί τῶν παρ’ αὐτοῦ γενομένων ἀκυρωθέντων».

Ἀπό τίς ἄκυρες χειροτονίες τοῦ Νοουάτου καί τοῦ Μαξίμου τοῦ Κυνικοῦ πρέπει νά διακρίνωνται «αἱ μή μετά κανονικήν ἐκλογήν γινόμεναι χειροτονίαι, αἵτινες ὑπό τῶν κανόνων κηρύττονται ἄκυροι».

Πρόκειται γιά τίς ὑπερόριες χειροτονίες, γιά εἰσπηδήσεις ἤ αὐθαίρετες ἐγκαταστάσεις ἀπό χειροτονημένους κανονικῶς ἐπισκόπους ἀπό τήν δική τους ἐπισκοπή στά ὅρια ἄλλων ἐπισκοπῶν, καθώς ἐπίσης καί ἐγκαταστάσεις διαδόχων ἐπισκόπων ἤ συγγενῶν τους παρά τούς ἱερούς Κανόνες ἀπό αὐτούς πού τίς κατεῖχαν προηγουμένως.

Οἱ χειροτονίες αὐτές μυστηριακῶς εἶναι ἔγκυροι, καί, ἐάν ἡ ἁρμόδια ἀρχή ἤθελε αὐτούς τούς ὑπερορίους καί ἀντικανονικούς Κληρικούς νά τούς χρησιμοποιήση, δέν ἀναχειροτονοῦνται, γιατί ἰσχύει ἐξ ὁλοκλήρου σέ αὐτές τίς περιπτώσεις ὁ 68ος ἀποστολικός κανόνας, πού ἀπαγορεύει τήν ἀναχειροτονία μέ ποινή καθαιρέσεως.

Ἐνῶ οἱ χειροτονίες αὐτές εἶναι μυστηριακῶς ἔγκυροι, ἐν τούτοις ἀκυρώνεται ἡ ἐγκατάσταση αὐτῶν καί ὅλα τά δικαιώματα τῶν χειροτονηθέντων πού ἀπορρέουν ἀπ’ αὐτές τίς χειροτονίες, ὁπότε θεωροῦνται ἀπολελυμένες χειροτονίες.

Ὡς πρός τήν δεύτερη ἀρχή, δηλαδή γιά τίς χειροτονίες τῶν σχισματικῶν καί αἱρετικῶν, πού εἶναι μυστήρια πού τελέσθηκαν ἔξω ἀπό τήν Ἐκκλησία «δέον νά λογίζωνται ὡς πάντῃ ἄκυρα». Ἔτσι, ὅσοι κληρικοί ἀπό τούς αἱρετικούς καί σχισματικούς προσχωροῦν στήν Μία, Ἁγία Ἐκκλησία «δέον νά χειροτονοῦνται», καί ἡ χειροτονία αὐτή δέν λογίζεται δεύτερη χειροτονία, ἀλλά ἔγκυρη πρώτη χειροτονία.

Ὅσοι Κληρικοί ἔλαβαν τήν χειροτονία στήν Μία καί Ἁγία Ἐκκλησία καί στήν συνέχεια ἔκκλιναν σέ αἵρεση ἤ σχίσμα, «οὗτοι μετανοοῦντες καί γινόμενοι δεκτοί ὑπό τῆς Ἐκκλησίας κἄν ἔτι καθηρέθησαν ἐν τῷ μεταξύ, ἀποκαθίστανται εἰς τόν ὅν κατεῖχον βαθμόν ἱερωσύνης, ἄνευ ἀναχειροτονίας». Δευκρινίζεται δέ ὅτι ὅσο χρόνο ἦταν στό σχίσμα ἤ στήν αἵρεση, ἀφοῦ εἶχαν καθαιρεθῆ καί ἀποκηρυχθῆ ἀπό τήν μία Ἐκκλησία ἀπό τήν ὁποία ἔλαβαν τό χάρισμα, αὐτό τό χάρισμα τῆς ἱερωσύνης «ἦτο ἀνενέργητον καί ἀνίσχυρον», οἱ δέ χειροτονίες πού ἔγιναν ἀπό αὐτούς «δέον κατ’ ἀκρίβειαν νά λογίζωνται ὅλως ἄκυροι καί νά ἐπαναλαμβάνωνται».

Ἐπικαλεῖται στό σημεῖο αὐτό τήν διδασκαλία τοῦ Μεγάλου Βασιλείου πού ἀκολούθησε τήν διακήρυξη τοῦ Κυπριανοῦ καί τοῦ Φιρμιλιανοῦ, ὅτι, ὅταν ἀφίστανται κάποιοι ἀπό τήν Ἐκκλησία, διακόπτεται ἡ μετάδοση τῆς Χάριτος.

Γιά τό θέμα αὐτό χρησιμοποιεῖται τό παράδειγμα τοῦ ἀγωγοῦ, πού συνδέεται μέ τήν δεξαμενή ὕδατος. Δηλαδή, ὁ ἀγωγός μεταφέρει τό ὕδωρ τῆς δεξαμενῆς σέ διάφορα μέρη. Ἐκεῖνος, λοιπόν, πού λαμβάνει τό χάρισμα τῆς Ἱερωσύνης στήν μία καί ἁγία Ἐκκλησία «καθίσταται ἀγωγός μεταδίδων καί τοῖς ἄλλοις τήν θείαν χάριν», ἐφ’ ὅσον διατελεῖ σέ κοινωνία ἀδιάσπαστη μέ τήν ταμιοῦχο τῆς χάριτος Μία, Ἁγία Ἐκκλησία, ἀντλώντας ἀπό αὐτήν ὡς ἀπό ἀνεξάντλητη δεξαμενή τό σωτήριο νάμα τῆς χάριτος τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καί γιά τόν ἑαυτό του καί γιά τούς ἄλλους. Ὅμως, ὅταν ἀποσπᾶται ἀπό τήν Μία, Ἁγία Ἐκκλησία, παραμένει μέν ἀγωγός, «διά τό ἀνεξάλειπτον τῆς ἱερωσύνης», ἐπειδή ὅμως ἀποκόπτεται ἀπό τήν μόνη ταμειοῦχο καί ζωοπάροχο δεξαμενή τῆς χάριτος «παραμένει ἀγωγός κενός καί ἀνίκανος νά μεταδώσῃ οἱανδήποτε χάριν».

Μποροῦμε ἀντί τοῦ ἀγωγοῦ ὕδατος, νά χρησιμοποιήσουμε τό παράδειγμα τοῦ ἀγωγοῦ ἠλεκτρικοῦ ρεύματος (καλωδίου), τό ὁποῖο, ὅταν συνδέεται μέ τόν ρευματολήπτη (πρίζα), μεταφέρει τό ἠλεκτρικό ρεῦμα, διαφορετικά εἶναι ἕνα ἁπλό καλώδιο.

Αὐτήν τήν ἀρχή καθιερώνει καί ὁ 68ος ἀποστολικός Κανόνας, ὁ ὁποῖος ἀπαγορεύει τήν ἀναχειροτονία, ἐκτός καί ἐάν ἔχη τήν χειροτονία ἀπό αἱρετικούς. Ὅμως, καί στήν περίπτωση αὐτή, τῶν χειροτονιῶν, δηλαδή, ἀπό αἱρετικούς χρησιμοποιήθηκε «τό μέτρον τῆς λεγομένης ἐκκλησιαστικῆς οἰκονομίας, πάντοτε ὑπό περιορισμόν καί ὑπό ὅρους». Ἔτσι, γιά τίς αἱρέσεις στίς ὁποῖες δέν ἀναγνωρίζεται ὡς ἔγκυρο τό Βάπτισμα «ἀπερρίπτετο ἀπαρεγκλίτως καί ἡ ἱερωσύνη». Γιά ἐκείνους τῶν ὁποίων κατ’ οἰκονομία γίνεται δεκτό τό Βάπτισμα «δέν ἀνεγνωρίζετο ἀπαρεγκλίτως καί ἡ ἱερωσύνη», ἀλλά ἀπό αὐτούς ἄλλοι μέν «ἐγίνοντο δεκτοί ἐν τῷ κλήρῳ καί ἐν τῷ βαθμῷ τόν ὁποῖον ἐν τῇ αἱρέσει κατεῖχον, ἄλλοι δέ ἐκηρύττοντο ἀναχειροτονητέοι». Ἀναφέρονται σχετικά παραδείγματα ἀπό τούς Κανόνες καί τήν πράξη τῆς Ἐκκλησίας.

Ἀναφερόμενος δέ ὁ καθηγητής Παναγιώτης Τρεμπέλας σέ παραδείγματα Ἀρειανῶν πού ἐπέστρεφαν στήν Ἐκκλησία, γράφει ὅτι ἡ Ἐκκλησία κάθε φορά ἐξέταζε ἰδιαιτέρως κάθε περίπτωση.

Ἐπισημαίνεται δέ ὅτι ἡ χρήση τῆς οἰκονομίας δέν δημιουργεῖ καθεστώς μόνιμο, ἀλλά ρυθμίζεται ἀνάλογα ἀπό τήν Ἐκκλησία πού ἐκτιμᾶ τίς διάφορες περιστάσεις. Γράφει:

«Πάντως, χρῆσις τῆς οἰκονομίας ἐγίνετο πολλάκις, αὕτη ὅμως δέν δημιουργεῖ καθεστώς μόνιμον, ἀλλ’ ἀπόκειται εἰς τήν Ἐκκλησίαν, ἐκτιμῶσαν τάς ἑκάστοτε περιστάσεις καί ρυθμίζουσαν αὐτάς, νά ποιήσηται χρῆσιν τοῦ μέτρου τῆς οἰκονομίας, ὅταν ἐξ αὐτοῦ πρόκειται νά προέλθῃ γενικωτέρα τις ὠφέλεια, νά τηρήσῃ δέ τήν αὐστηράν ἀκρίβειαν, ὅταν δι’ αὐτῆς προλαμβάνεται χαλάρωσις καί ἀδιαφορία δυναμένη νά ἀγάγῃ εἰς καταστροφάς». Ἀναφέρει δέ σχετικά παραδείγματα ἀπό τήν νεώτερη πράξη τῆς Ἐκκλησίας.

Ἀναφερόμενος σέ ἀπόφαση ἐπιτροπῆς, πού συστήθηκε ἀπό τήν Σύνοδο Κωνσταντινουπόλεως ὑπέρ τοῦ κύρους τῆς χειροτονίας κληρικῶν ἀπό ἐπισκόπους καθηρημένους καί σχισματικούς, γράφει:

«Δεδομένου δέ ὅτι, ὡς ἤδη εἴπομεν, ἡ χρῆσις τῆς οἰκονομίας δέν εἶναι μέτρον δυνάμενον νά ἐπιβληθῇ κατά νόμον ἤ κανόνα μονίμως ἰσχύοντα, ἀλλ’ ἐξαρτᾶται ἐκ τῶν περιστάσεων, κακῶς ἡ ὑπό τῆς Ἱ. Συνόδου τῆς Κωνσταντινουπόλεως συστᾶσα τῷ 1879 ἐπιτροπεία ἀπεφάνθη “ὑπέρ τοῦ κύρους τῆς χειροτονίας κληρικῶν ὑπό ἐπισκόπων καθῃρημένων καί σχισματικῶν χειροτονηθέντων”.

Μόνον κατ’ οἰκονομίαν θά ἠδύναντο ν’ ἀναγνωρίζωνται αὗται, διότι, ἐάν ἡ οἰκονομία αὕτη ἴσχυεν ὡς κανών, πᾶσα πειθαρχία ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ θά κατελύετο, θά συνεχέοντο δέ ὀλεθρίως τά ὅρια οἰκονομίας καί ἀκριβείας. Τέλος ὅσον ἀφορᾷ εἰς τό κῦρος τῶν Ἀγγλικανικῶν χειροτονιῶν σημειοῦμεν, ὅτι αὗται δέον νά ἐκλαμβάνωνται ὡς μυστήρια ἔξω τῆς Ἐκκλησίας τελεσθέντα».

Σέ ὑποσημείωση κάνει διάκριση μεταξύ τῶν πρωτεργατῶν τοῦ σχίσματος καί τῶν ἀπογόνων τους. Γράφει:

«Ἀναμφιβόλως οἱ πρῶτοι, οἱ ἀποσχισθέντες τῆς Ἐκκλησίας καί καθαιρεθέντες ὑπ’ αὐτῆς, ὡς πρωτουργοί τῆς ἐπαναστάσεως καί μετά τήν καθαίρεσιν αὐτῶν χειροτονήσαντες βαρυτάτην ὑπέχουσιν εὐθύνην, πολλῷ δέ βαρυτέραν ἐκείνων, οἵτινες μετά γενεάς ὅλας [μᾶλλον ὅλης] γεννηθέντες ἐν τῷ σχίσματι εὑρέθησαν καί λειτουργοί ἐν τῇ σχισματικῇ Ἐκκλησίᾳ. Ἄλλως λοιπόν θά κριθῶσιν οἱ πρωτουργοί ἐκεῖνοι, ἐν ὥρᾳ μάλιστα καθ’ ἥν τό σχίσμα διατελεῖ ἐν ἐκρήξει, καί ἄλλως οἱ ἀπόγονοι τούτων, οἵτινες ἐπιστρέφοντες μετά τήν κατασίγασιν τῆς ἡφαιστειώδους ἐκρήξεως, ἀναντιλέκτως δέον ἵνα γένωνται δεκτοί ἐξαντλουμένου παντός μέτρου ἐπιεικίας καί οἰκονομίας».

Ἀπό τήν σύντομη αὐτή περίληψη καί παρουσίαση τῆς ἀναλύσεως τοῦ καθηγητοῦ Παναγιώτη Τρεμπέλα φαίνεται ὅτι ἡ Ἐκκλησία εἶναι ταμειοῦχος τῆς θείας Χάριτος, οἱ Κληρικοί εἶναι ἀγωγοί πού μεταφέρουν τήν Χάρη ἀπό τήν δεξαμενή, ἄν δέν συνδέεται μέ τήν δεξαμενή, παραμένουν κενοί, ἄδειοι ἀγωγοί. Ἀκόμη, ἡ Ἐκκλησία διά τῶν Συνόδων της ἀποφασίζει γιά τήν ἀκρίβεια καί τήν οἰκονομία, πότε γίνονται ἀναχειροτονίες καί πότε ἀναγνωρίζονται οἱ χειροτονίες τῶν Κληρικῶν πού ἦταν στά σχίσματα καί τίς αἱρέσεις, ὕστερα ἀπό ἐξέταση τῶν διαφορετικῶν περιπτώσεων, ὕστερα ἀπό ἐξέταση τοῦ πῶς κάποιος ἔλαβε τό ἱερατικό ἤ ἐπισκοπικό χάρισμα καί πῶς προσέρχεται στήν Μία καί Ἁγία Καθολική Ἐκκλησία, καί ἐξετάζεται ἄν πρόκειται νά προέλθη γενικοτέρα ὠφέλεια.

Παρατηρεῖ κανείς σέ αὐτήν τήν ἀνάλυση, τήν ἀκρίβεια καί τό φιλάνθρωπο πνεῦμα τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλά καί τήν συντηρητικότητα καί τήν εὐρύτητα τῆς σκέψεως τοῦ καθηγητοῦ Παναγιώτου Τρεμπέλα.

Εἶναι χαρακτηριστικό ὅτι ὁ ΣΤ´ Κανόνας τῆς Β´ Οἰκουμενικῆς Συνόδου χαρακτηρίζει τούς ὀρθοδόξους Ἐπισκόπους ὡς «οἰκονομοῦντας τάς ἐκκλησίας». Ἡ φράση «οἰκονομοῦντας τάς ἐκκλησίας» εἶναι σημαντική, διότι μᾶς παραπέμπει στό μυστήριο τῆς ἐνανθρωπήσεως τοῦ Υἰοῦ καί Λόγου τοῦ Θεοῦ πού εἶναι μυστήριο θείας οἰκονομίας, δηλαδή δείχνει πῶς οἰκονόμησε ὁ Θεός μέ τήν ἄπειρη ἀγάπη Του καί φιλανθρωπία Του τίς ἐπιπτώσεις τῆς ἁμαρτίας τοῦ Ἀδάμ καί τῆς Εὔας.

Ἡ βάση τοῦ θέματος εἶναι ὅτι κατ’ ἀκρίβεια δέν ὑπάρχουν Μυστήρια ἔξω ἀπό τήν Μία, Ἁγία, Καθολική καί Ἀποστολική Ἐκκλησία, ὅμως ἡ Ἐκκλησία ἀποδέχεται τούς προσερχομένους σέ αὐτήν σχισματικούς ἤ αἱρετικούς, ἄλλοτε μέ ἀκρίβεια καί ἄλλοτε μέ οἰκονομία, ἀνάλογα μέ κάθε περίπτωση, μέ σαφεῖς ὅρους καί προϋποθέσεις. Ὁ ἀείμνηστος Μητροπολίτης Ἐφέσου Χρυσόστομος Κωνσταντινίδης στό θέμα αὐτό ἔκανε τήν διάκριση μεταξύ ἀκρίβειας καί οἰκονομίας (Χρυσοστόμου Κωνσταντινίδου, Μητροπολίτου Ἐφέσου, Καθηγητοῦ τῆς Ὀρθοδόξου Δογματικῆς Θεολογίας, Ἡ ἀναγνώριση τῶν Μυστηρίων τῶν Ἑτεροδόξων στίς διαχρονικές σχέσεις Ὀρθοδοξίας καί Ρωμαιοκαθολικισμοῦ, ἐκδ. Ἐπέκταση 1995).

Ἡ Ἐκκλησία δέν εἶναι εἰσαγγελία γιά νά ἐκδίδη καταδικαστικές ἤ ἀθωωτικές ἀποφάσεις, ἀλλά πνευματικό νοσοκομεῖο πού θεραπεύει.

Ἑπομένως, ἡ ἀκρίβεια καί ἠ οἰκονομία εἶναι τά «δύω εἴδη κυβερνήσεως καί διορθώσεως», οἱ ὁποῖες «φυλλάττονται εἰς τήν τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίαν», κατά τήν εὔστοχη παρατήρηση τοῦ ἁγίου Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου σέ ἑρμηνεία ἄλλου ἀποστολικοῦ Κανόνος (Νικοδήμου Ἁγιορείτου, ἔνθ. ἀνωτ., σελ. 53-54, σημ.). Καί πρέπει νά τονισθῆ ὅτι, τόσο γιά τήν ἀκρίβεια ὅσο καί γιά τήν οἰκονομία ἤ συγκατάβαση στήν ἐπίλυση διαφόρων προβλημάτων, προϋποτίθεται ἡ συνοδική διαγνώμη θεουμένων Ἐπισκόπων, οἱ ὁποῖοι ἐνεργοῦν καί ἀποφασίζουν μέ τόν φωτισμό τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Καί ὅταν μιά Σύνοδος κάνη κάποιο λάθος, τότε αὐτό διορθώνεται ἀπό ἄλλη ὀρθόδοξη Σύνοδο. 

https://orthodoxia.info/news/author/iera-mitropoli-nafpaktou/


Σχόλια