Η αίρεσις, το σχίσμα και η ενδεικνυομένη προς τους αιρετικούς και σχισματικούς ποιμαντική στάσις Αρχιμανδρίτης Γεώργιος Καψάνης, Καθηγούμενος της Ιεράς Μονής Οσίου Γρηγορίου, Αγίου Όρους

 

Εφ’ όσον ο αιρετικός στερείται της χάριτος, δεν είναι δυνατόν να διατηρή την ιδιότητα του μέλους της Εκκλησίας. Το ανάθεμα δεν αποκόπτει αυτόν της Εκκλησίας αλλ’ εξαγγέλλει εις το πλήρωμα της Εκκλησίας την απ’ αυτού του αιρετικού πραγματοποιηθείσαν αυτο-αποκοπήν δια της εκπτώσεώς του από της ορθής πίστεως προς σωτηρίαν και αυτού και των λοιπών μελών της Εκκλησίας.

Ομοίως και ο χωρισθείς από της καθολικής Εκκλησίας σχισματικός, στερούμενος της θείας Χάριτος, κληρικός μεν ως καθαιρείται, λαϊκός δε αφορίζεται.[10] Τα εκκλησιαστικά επιτίμια και εις την περίπτωσιν του σχισματικού αναγνωρίζουν την κατάστασιν, εις ην ούτος δια του σχίσματος αυτοβούλως εισήλθεν. Ως χαρακτηριστικώς λέγει ο ε’ Αντιοχ.: «Ει τις πρεσβύτερος, ή διάκονος καταφρονήσας του ιδίου επισκόπου, αφώρισεν εαυτόν της εκκλησίας και ιδία συνήγαγε, και θυσιαστήριον έστησε, και του επισκόπου προσκαλεσαμένου απειθείη, και μη βούλοιτο αυτώ πείθεσθαι, μηδέ υπακούειν και πρώτον και δεύτερον καλούντι, τούτον καθαιρείσθαι παντελώς και μηκέτι θεραπείας τυγχάνειν, μηδέ δύνασθαι λαμβάνειν την εαυτού τιμήν. Ει δε παραμένοι θορυβών και αναστατών την εκκλησίαν δια της έξωθεν εξουσίας ως στασιώδη αυτόν επιστρέφεσθαι».



Ο Κανών ούτος υποδεικνύει την μέθοδον προς επιστροφήν των σχισματικών. Προηγείται η από του επισκόπου πρώτη και δευτέρα πρόσκλησις και κατ’ ιδίαν νουθεσία, ακολουθεί η επιβολή της καθαιρέσεως, ως αναπόφευκτος, ως και ο μετ’ αυτήν, εις περίπτωσιν συνεχίσεως του σκανδάλου, ακόμη και δια της κοσμικής εξουσίας σωφρονισμός του αμαρτάνοντος. Η επιστράτευσις της κοσμικής εξουσίας δεν σημαίνει έλλειψιν αγάπης, εφ’ όσον δι’ αυτής ο σκανδαλίζων το πλήρωμα της Εκκλησίας είναι δυνατόν να περιορισθή και αναχαιτισθή και προς ίδιον αυτού σωφρονισμόν.

Η προς τους αιρετικούς ιδία στάσις των ποιμένων της Εκκλησίας δέον να είναι τοιαύτη, ώστε να μη αμβλύνη παρά ταις συνειδήσεσι των μελών της Εκκλησίας, ή και αυτών των ιδίων των αιρετικών την έννοιαν της αιρέσεως, ως όλως ασυμβιβάστου προς την Αλήθειαν της Εκκλησίας και ως προξένου ψυχικής απωλείας. Η αίρεσις είναι όλως αντίθετος της Ορθοδοξίας. Είναι χαρακτηριστικόν ότι ο όρος «Ορθοδοξία» και «Ορθόδοξος» χρησιμοποιείται ουχί σπανίως υπό των Πατέρων (α΄ Γ΄, γ΄ Γ΄ , ζ΄ Β΄ ,7 ε΄ ΣΤ΄, β΄Θεοφ.) εν αντιδιαστολή προς την ετεροδοξίαν, κακοδοξίαν και αίρεσιν. 

Ουδεμία κοινωνία δύναται να υπάρξη μεταξύ Χριστού και Βελίαρ, τραπέζης Θεού και τραπέζης ειδώλων. Η αυστηρά αύτη στάσις λαμβάνεται δια λόγους εκκλησιολογικής συνέπειας (μία μόνον αλήθεια, εις Χριστός και μία Εκκλησία υπάρχει) και δια λόγους ποιμαντικούς-παιδαγωγικούς.

Εάν οι ποιμένες της Εκκλησίας υιοθετήσουν μίαν συγκρητιστικήν στάσιν έναντι της αιρέσεως, το μεν ποίμνιον θα απωλέση την ομολογιακήν του ευαισθησίαν και ευκόλως θα υποπέση εις την αίρεσιν, οι δε αιρετικοί θα σχηματίζουν την εντύπωσιν ότι δεν απέχουν της Αληθείας και συνεπώς δεν χρειάζεται να μετανοήσουν. Εντεύθεν η λίαν αυστηρά στάσις την οποίαν επιτάσσουν οι ι. Κανόνες έναντι των αιρετικών είναι εις το βάθος φιλάνθρωπος στάσις, τούτο μεν διότι προφυλάσσει το ποίμνιον από την λύμην της αιρέσεως, τούτο δε διότι δίδει νύξεις εις τας συνειδήσεις των αιρετικών προς επιστροφήν αυτών.

Την υπό την αυστηρότητα κρυπτομένην φιλανθρωπίαν των Πατέρων διαπιστούμεν και εις την διάκρισιν την οποίαν ποιούνται μεταξύ αιρέσεως, ην αποστρέφονται και αιρετικού, ον αγαπούν. Χαρακτηριστικός είναι ο λγ΄Αποστολικός, ο επιτάσσων όπως ξένοι κληρικοί χωρίς συστατικών μη γίνωνται δεκτοί εις κοινωνίαν. Όταν φέρουν συστατικά να εξετάζωνται εάν είναι «κήρυκες της ευσεβείας», ήτοι ορθόδοξοι, εάν δεν είναι να παρέχωνται αυτοίς τα προς συντήρησιν αναγκαία, αλλά να μη γίνωνται δεκτοί εις Εκκλησιαστικήν κοινωνίαν. Υπό το πρίσμα αυτό πρέπει να θεωρήσωμεν όλα τα αυστηρά μέτρα, τα οποία επιβάλλουν οι Κανόνες δια τας σχέσεις μετά των αιρετικών. Τα μέτρα ταύτα αφορούν εις την λατρείαν και την κοινωνικήν ζωήν. Ούτως απαγορεύεται το συνεύχεσθαι αιρετικοίς ή σχισματικοίς (λγ΄Λαοδ.) ή γενικώς ακοινωνήτοις, έστω και οίκοι, επί ποινή αφορισμού (ι΄Αποστ.). Επίσκοπος ή πρεσβύτερος ή διάκονος συνευξάμενος αιρετικοίς αφορίζεται, επιτρέψας δε εις αυτούς να ενεργήσουν τι ως κληρικοί καθαιρείται (με΄, μστ΄, ξε΄ ‘Αποστ., θ΄ Λαοδ.).[11] Απαγορεύεται ομοίως όπως οι αμετανόητοι αιρετικοί εισέρχωνται εις ορθόδοξον ναόν (στ΄Λαοδικ.) ή παρίστανται προσφερομένης της Θ.Ευχαριστίας (θ΄Τιμοθ. Αλεξ.). Οι Ορθόδοξοι δεν επιτρέπεται να εισέρχωνται εις κοιμητήρια ή μαρτύρια αιρετικών ένεκα ευχής (θ΄Λαοδ.).[12] Οι δε μεταβαίνοντες εις τάφους ψευδομαρτύρων αιρετικών αναθεματίζονται (λδ΄Λαοδ.).[13] Επίσης ορθόδοξοι λαϊκοί δεν λαμβάνουν ευλογίας αιρετικών διότι αύται είναι «αλογίαι» (λβ΄ Λαοδ.) ούτε συνεορτάζουν μεθ’ αιρετικών λαμβάνοντες και εορταστικά δώρα παρ’ αυτών (λζ΄Λαοδ.).

Οι αιρετικοί δεν θεωρούνται αξιόπιστοι υπό της Εκκλησίας διό και δεν δύνανται να εξετασθούν ως μάρτυρες κατά Επισκόπου (οε΄ Αποστ.) ούτε ως κατήγοροι κατά κληρικών (ρκθ΄Καρθαγ.)

Οι ορθόδοξοι δεν επιτρέπεται ωσαυτώς να συνάπτουν συγγενικάς σχέσεις μετά των αιρετικών. Ούτως δεν επιτρέπεται ο μεθ’ αιρετικών γάμος ως και ο μετά των αλλοθρήσκων (ιδ΄ Δ΄, οβ΄ ΣΤ΄, λα΄ Λαοδ., κα΄ Καρθαγ.).[14]

Τέλος είναι ανεπίτρεπτον όπως επίσκοποι και λοιποί κληρικοί συντάσσοντες διαθήκην καταλιμπάνουν την περιουσίαν των εις συγγενείς αιρετικούς ή δωρήσουν τι εις αυτούς εν ζωή (κβ΄Καρθαγ.). Επίσκοπος δε καταλιπών εκ της περιουσίας αυτού εις αιρετικούς ή εθνικούς συγγενείς αυτού αναθεματίζεται και μετά θάνατον (πα΄ Καρθ.).

Προς τα προληπτικά αυτά μέτρα έναντι των αιρετικών και σχισματικών η Εκκλησία δια των ποιμένων αυτής λαμβάνει και θετικά μέτρα επιστροφής των αιρετικών «τη ορθοδοξία και τη μερίδι των σωζομένων» ( 7ε΄ της ΣΤ΄). Η Εκκλησία έχει πάντοτε ανοικτήν την θύραν αυτής δια την επιστροφήν των αιρετικών υφ’ ένα όρον, την εν μετανοία αποκήρυξιν της πλάνης και ομόθυμον αποδοχήν της Αληθείας.[15] Οι αιρετικοί προσερχόμενοι τη Εκκλησία δέον να αναθεματίσουν «πάσαν αίρεσιν, μη φρονούσαν, ως φρονεί η αγία του Θεού καθολική και αποστολική Εκκλησία» (ζ΄ της Β΄, ζ΄Λαοδ.).[16] Η ειλικρινής των πρόθεσις να προσέλθουν εις την Εκκλησίαν πιστούται και εκ της εγγράφου ομολογίας, ην δέον να υποβάλουν ότι αποδέχονται και αποφασίζουν «ακολουθείν εν πάσι δόγμασι της Καθολικής Εκκλησίας» ( η΄της Α΄, Μ. Αθανασίου, προς Ρουφιανόν επίσκοπον, περί των αιρετικοίς κοινωνησάντων). Η δε κατήχησις των επιστρεφόντων αιρετικών δέον γίνεται «μετά πάσης επιμελείας» (η΄Λαοδ.) προ της εισόδου αυτών εις την Εκκλησίαν.

Προκειμένου μάλιστα η Εκκλησία να διευκολύνη την επιστροφήν των αιρετικών δέχεται εις ωρισμένας περιπτώσεις και υφ’ ωρισμένους όρους όπως αναγνωρίση εις τους επιστρέφοντας ποιμένας των αιρετικών το αξίωμα αυτών (Μ. Αθανασίου, επιστ. προς Ρουφινιανόν επίσκοπον, ιβ΄Θεοφ., 7θ΄Καρθαγ., ριη΄Καρθ., ριθ΄Καρθ.)

[10]. Πρβλ. λα΄Αποστ., ι΄Καρθ., ιγ΄, ιδ΄ και ιε΄της ΑΒ΄. Οι στ΄της Γαγγρ. και ια΄ Καρθ. επιβάλλουν την ποινήν του αναθέματος.

[11]. Πρβλ. Και Επιστ. Νικηφόρου Κωνσταντινουπόλεως ια΄καθ’ ον κληρικοί κοινωθέντες λόγω της κοινωνίας μεθ’ αιρετικών και μετανοήσαντες, ουχ ιερουργούσιν, αλλ’ εν ελλείψει ιερέως βαπτίζουσι, μεταδίδουσι των ηγιασμένων δώρων, ευλογούσι ύδωρ θεοφανείων, δίδουσι μοναχού σχήμα.

[12]. Έξ ανάγκης μόνον επιτρέπεται να εισέρχωνται εις κοιμητήρια κατεχόμενα υπό αιρετικών δια να ασπασθούν λείψανα αγίων (Νικηφ. Ομολ., Επιστ. ε΄εν :Ρ.Π.Σ., Δ΄,431 ε΄).

[13]. Επίσης εις Εκκλησίας ενθρονισθείσας υπό αιρετικών δέον να μη εισέρχωνται «το καθόλου» οι ορθόδοξοι θεωρούντες αυτάς ως «κοινούς οίκους» (Επιστολή Νικηφ. Ομολ. γ΄ ). Εν ανάγκη μόνον δύνανται να εισέρχωνται. Επιτρέπεται δε η τέλεσις της θ. λειτουργίας μόνον εν περιπτώσει επιστροφής του Ναού εις τους Ορθοδόξους και εφ’ όσον τελεσθούν τα θυρανοίξια υπό «σεσωσμένου επισκόπου ή ιερέως …υποφαινομένης ευχής» (ενθ. ανωτ. δ΄ ).

[14]. Το συντρώγειν μεθ’ αιρετικών εκτός εάν απόσχουν της «αιρετικής κοινωνίας» απαγορεύεται ως και το συντρώγειν μετά κληρικών συμφαγόντων μεθ’ αιρετικών εκτός εάν επιστρέψουν «μετανοία αξιολόγω» (ενθ’ ανωτ., θ΄και ι΄).

[15]. Περί της συγκαταβάσεως ην επιδεικνύει η Εκκλησία έναντι των προσερχομένων αυτή πρώην αιρετικών βλ. και Ιερωνύμου Κοτσώνη, Προβλήματα της Εκκλησιαστικής Οικονομίας, σελ. 180-181.

[16]. Πρβλ. Επιστ. Νικηφ. Ομολ. ζ΄και στ΄ «Ομολογούντας ημαρτηκέναι και επιτιμηθέντας χρόνω τινί, ειθ’ ούτω δεχομένους παρά σεσωσμένου πρεσβυτέρου προσδεκτέον».

(«Η Ποιμαντική Διακονία κατά τους Ιερούς Κανόνας», εκδόσεις Άθως, 2003)
 
πηγή: Alopsis


Σχόλια