Του π. Ηλία Μάκου
Μια φωνή καρδιάς γεμάτη Θεό πίσω από το παραπέτασμα υπήρξε ο ιερομάρτυρας Ηλίας (Νικολάγιεβιτς), που η Εκκλησία εορτάζει τη μνήμη του στις 16 Φεβρουαρίου.
Ιερέας έγγαμος, αλλά ζηλωτής και ασκητικός, με την πρεσβυτέρα του Ευγενία ακλόνητη δίπλα του, σ’ έναν μικρό ναό πτωχοκομείου της Μόσχας, από την πρώτη στιγμή του αθεϊσμού στη Ρωσία (από την Οκτωβριανή Επανάσταση και μετά) εργαζόταν με πόθο να κάνει τους πιστούς να σταθούν ηθικά όρθιοι, να αντιληφθούν τις αιώνιες αξίες της Ορθοδοξίας, να παραμείνουν αμετακίνητοι και να πουν στους αθεϊστές: “Όχι”.
Έλεγε σ’ όλους τους τόνους ότι θέλουμε να πιστεύουμε, μακριά από τον αθεϊσμό, τις απογοητεύσεις, τις αμφιβολίες και τη διαφθορά.
Σ’ ένα περιβάλλον, που όλα είχαν κιτρινίσει ως αρρωστημένα, όλα είχαν πάρει την όψη της απόγνωσης, ο άγιος π. Ηλίας, γονατιστός προσευχόταν στον Κύριο, διψασμένος για πίστη, με τη βεβαιότητα ότι Εκείνος όλα μπορούσε να τα διορθώσει, όλους μπορούσε να τους σώσει, εκείνο, που ήταν αδύνατο για τους ανθρώπους, ήταν δυνατό γι΄ Αυτόν.
Το 1932 τον συνέλαβαν και τον εξόρισαν στην περιοχή του ποταμού Κράσναγια Βίσερα. Και τι μαρτύρια δεν πέρασε. Κάποια από αυτά, τα διηγήθηκε στην πρεσβυτέρα του Ευγενία, που τον επισκέφθηκε στο στρατόπεδο συγκέντρωσης, όπου κρατούνταν, λίγες ημέρες πριν γίνει παρανάλωμα του πυρός.
Του πήγε και ένα ευαγγέλιο και ένα φιαλίδιο με αγιασμό. Το ευαγγέλιο δεν της επέτρεψαν να του το δώσει, ενώ το φιαλίδιο με τον αγιασμό το κράτησε, λέγοντάς τους ότι ήταν το φάρμακό της, και τον ήπιε ο π. Ηλίας, που είχε γίνει αγνώριστος από τα βασανιστήρια.
Βάδιζαν μέσα στο χιόνι, βρεγμένοι έως το κόκαλο και νηστικοί. Όμως δεν τον άφηναν να λειτουργήσει και αυτός ήταν ο καημός του.
Κάποια νύχτα εξουθενωμένος και απογοητευμένος παραπονέθηκε: Κύριε είναι δυνατόν να μας έχεις λησμονήσει, να μας έχει εγκαταλείψει; Να αφήνεις την καταστροφή, να αφήνεις τους ανθρώπους μπροστά στα εκτελεστικά αποσπάσματα, να αφήνεις τις κραυγές των λύκων του αθεϊσμού να ακούγονται; Όλοι φωνάζουμε σε Σένα, ω Κύριε, ελέησόν μας.
Και την άλλη μέρα ξύπνησε μεταμορφωμένος. Στο στήθος του είχαν ξεχυθεί μυστικές πηγές άυλης ομορφιάς.
Το 1934 στο στρατόπεδο της κράτησής του ξέσπασε φωτιά και κάηκε ζωντανός, μαζί με ένδεκα άλλους Χριστιανούς.
Το είχε προαισθανθεί ότι θα απεγκλωβιστεί από την τυραννία των γήινων, γι’ αυτό είπε στην πρεσβυτέρα του, λίγο πριν τον αποχαιρετήσει: “Θέλω να πεθάνω για τον Χριστό, δεν υπάρχει τίποτε καλύτερο και τίποτε σημαντικότερο από Αυτόν, το κατάλαβα βαθιά εδώ στην εξορία”.
Ξεψύχησε ο ιερομάρτυρας Ηλίας με τη βεβαιότητα ότι ο Ιησούς Χριστός είναι ο μόνος, που στην ιστορία του κόσμου διαλάλησε απερίφραστα, κοιτάζοντας κατάματα τους αιώνες: Εγώ είμαι ο μόνος δρόμος, που φέρνει την απόλυτη αλήθεια.
Είναι δόγμα αυτό; Είναι δόγμα, αλλά πιότερα μαρτυρία των Χριστιανών, που είναι όνομα και πράγμα Χριστιανοί, όπως ο π. Ηλίας.
Αυτοί, χωρίς να στρέφουν τα νώτα στη ζωή, υπερβαίνουν τη συνηθισμένη, τη φυσική ζωή και κατορθώνουν τ’ ακατόρθωτο, ζουν τη ζωή του Χριστού.
Και η ζωή του Χριστού είναι πιο πολύ ζωή δυναμικής, ζωή αγάπης και προσφοράς. Ζωή δημιουργίας. Ζωή, που εξελίσσεται συνέχεια κι υψώνει αυτόν, που τη ζει, ώσπου να τον ανεβάσει στα ύψη.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου